Γιώργος Σουρής
Στόν καφενέ απ'έξω σαν μπέης ξαπλωμένος,
του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,και στών εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανένα δε κοιτάζω,κανένα δεν ψηφώ.
Σε μια καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μια άλλη,κι ολίγο παρεκεί,
αφήνω το καπέλο,και αρχινώ με τόνο,
τούς υπουργούς να βρίζω και τη πολιτική.
Ψυχή μου ! τι λιακάδα!τι ούρανος!τι φύσις,
αχνίζει εμπροστά μου ο καιμακλής καφές,
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.
Βρίζω Εγγλέζους,Ρώσους,και όποιους άλλους θέλω,
και στρίβω το μουστάκι μ'αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διόλου στέλνω,
τον ίδιο εαυτό μου και γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τον νού στον Διάκοκαι εις τον Καραίσκο,
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Ελληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,
κι επάνω στη καρέκλα χαρούμενος πηδώ.
Τη φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω,
απάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ,
εχύθη ο καφές μου,τα ρούχα μου λερώνω,
κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τις πώ.
Στον καφετζή ξεσπάω...φωτιά κι εκείνος παίρνει,
Αμέσως άνω κάτω του κάνω τον μπουφέ
τον βρίζω και με βρίζει,τον δέρνω και με δέρνει,
και τέλος...δεν πληρώνω δεκάρα τον καφέ.
Στόν καφενέ απ'έξω σαν μπέης ξαπλωμένος,
του ήλιου τις ακτίνες αχόρταγα ρουφώ,και στών εφημερίδων τα νέα βυθισμένος,
κανένα δε κοιτάζω,κανένα δεν ψηφώ.
Σε μια καρέκλα τόνα ποδάρι μου τεντώνω,
το άλλο σε μια άλλη,κι ολίγο παρεκεί,
αφήνω το καπέλο,και αρχινώ με τόνο,
τούς υπουργούς να βρίζω και τη πολιτική.
Ψυχή μου ! τι λιακάδα!τι ούρανος!τι φύσις,
αχνίζει εμπροστά μου ο καιμακλής καφές,
κι εγώ κατεμπνευσμένος για όλα φέρνω κρίσεις,
και μόνος μου τις βρίσκω μεγάλες και σοφές.
Βρίζω Εγγλέζους,Ρώσους,και όποιους άλλους θέλω,
και στρίβω το μουστάκι μ'αγέρωχο πολύ,
και μέσα στο θυμό μου κατά διόλου στέλνω,
τον ίδιο εαυτό μου και γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τον νού στον Διάκοκαι εις τον Καραίσκο,
κατενθουσιασμένος τα γένια μου μαδώ,
τον Ελληνα εις όλα ανώτερο τον βρίσκω,
κι επάνω στη καρέκλα χαρούμενος πηδώ.
Τη φίλη μας Ευρώπη με πέντε φασκελώνω,
απάνω στο τραπέζι τον γρόθο μου κτυπώ,
εχύθη ο καφές μου,τα ρούχα μου λερώνω,
κι όσες βλαστήμιες ξέρω αρχίζω να τις πώ.
Στον καφετζή ξεσπάω...φωτιά κι εκείνος παίρνει,
Αμέσως άνω κάτω του κάνω τον μπουφέ
τον βρίζω και με βρίζει,τον δέρνω και με δέρνει,
και τέλος...δεν πληρώνω δεκάρα τον καφέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου