Ο Θανάσης Βέγγος γεννήθηκε στον Πειραιά, στο Νέο Φάληρο, στις 29 Μαΐου του 1927 και ήταν το μοναχοπαίδι του Βασίλη και της Ευδοκίας Βέγγου. Ο πατέρας του ήταν δημόσιος
υπάλληλος, συγκεκριμένα εργαζόταν στην Εταιρεία Ηλεκτρισμού. Κατά την περίοδο της Κατοχής, αγωνίστηκε, για να σώσει από την ανατίναξη που σχεδίαζαν οι Γερμανοί το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής Εταιρείας στο Φάληρο.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, το εργοστάσιο σώθηκε χάρη στις προσπάθειες αυτού ακριβώς του ανθρώπου, ο οποίος στη συνέχεια απολύθηκε από τη δουλειά του, εξαιτίας των αριστερών φρονημάτων του.
Η απόλυση του πατέρα του, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε σοβαρό οικονομικό πρόβλημα στην οικογένεια του Θανάση, κάτι που τον αναγκάζει να ριχτεί στον αγώνα για το μεροκάματο. Κυριότερη μεταξύ των επαγγελμάτων με τα οποία ασχολήθηκε ήταν η απασχόληση σε επεξεργασίες δερμάτων. Παράλληλα, έκανε διάφορα μικροθελήματα στη γειτονιά του.
Οι αριστερές του καταβολές και οι πολιτικές του πεποιθήσεις οδήγησαν όμως και τον νεαρό τότε Θανάση αντιμέτωπο με την εκδικητικότητα του κράτους. Γνώρισε από κοντά τη Μακρόνησο 1948-1950, ένα τόπο μαρτυρίου για χιλιάδες αριστερούς φαντάρους αλλά και πολίτες.
Εκεί, στον κατ' ευφημισμόν «νέο Παρθενώνα», ο νεαρός Θανάσης βίωσε τον εξευτελισμό, έμαθε να υπομένει, υιοθέτησε την αξιοπρέπεια ως στάση ζωής και ταυτόχρονα γνώρισε τη συντροφική αλληλεγγύη. Εκεί, επίσης, συνδέθηκε φιλικά με τον Νίκο Κούνδουρο, τον άνθρωπο που θα άλλαζε την πορεία της ζωής του.
Αυτή η γνωριμία οδήγησε στην πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο, το 1954, στην ταινία «Μαγική Πόλις» του Κούνδουρου. Εκεί υποδύεται τον πωλητή λεμονιών στη λαχαναγορά, μέλος μιας παρέας νεαρών βιοπαλαιστών. Ο ήρωας λέγεται Θανάσης, ο Βέγγος ίσως να υποδύεται τον εαυτό του, όνομα που θα τον ακολουθεί στη συνέχεια σε πολλές άλλες ταινίες και θα αποτελεί και κομμάτι των τίτλων των ταινιών του («Ο Θανάσης, η Ιουλιέτα και τα λουκάνικα», «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;», «Θανάση, πάρε τ' όπλο σου», «Δικτάτωρ καλεί Θανάση», «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας» κ.τ.λ.), όταν βέβαια δεν μπαίνει το επώνυμό του («Είναι ένας τρελός τρελός Βέγγος», «Δόκτωρ Ζι-Βέγγος», «Ενας Βέγγος για όλες τις δουλειές»).
Για τα επόμενα πέντε χρόνια έπαιξε σε μικρούς ρόλους, εργαζόμενος παράλληλα και ως φροντιστής στα πλατό. Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε σε μερικές από τις πιο ιστορικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπως «Ο δράκος», «Διακοπές στην Αίγινα», «Μανταλένα», «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Ο Ηλίας του 16ου», «Ποτέ την Κυριακή». Ο πρώτος του μεγάλος ρόλος είναι μαζί με τον Νίκο Σταυρίδη στην ταινία «Οι δοσατζήδες» του 1960. Τον ίδιο καιρό, το 1959 πήρε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού όχι από Σχολή αλλά ως εξαιρετικό ταλέντο με εξετάσεις σε ειδική επιτροπή. Η πρώτη του θεατρική παράσταση ήταν στην επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς πλουτς», δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη, επίσης το 1959.
Τα επόμενα χρόνια, συνεργαζόμενος κυρίως με τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη, αναπτύσσει τον τύπο του νευρικού, αεικίνητου τύπου, που τον καθιέρωσε και αρχίζει να γίνεται δημοφιλής. Με ταινίες όπως «Ψηλά τα χέρια», «Χίτλερ», «Μην είδατε τον Παναή», «Ζήτω η τρέλα», «Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης» καθιερώνεται στη συνείδηση του κοινού. Το 1964, σε αναζήτηση καλλιτεχνικής ελευθερίας, ίδρυσε τη δική του εταιρεία παραγωγής ΘΒ - Ταινίες Γέλιου.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, το εργοστάσιο σώθηκε χάρη στις προσπάθειες αυτού ακριβώς του ανθρώπου, ο οποίος στη συνέχεια απολύθηκε από τη δουλειά του, εξαιτίας των αριστερών φρονημάτων του
Οι αριστερές του καταβολές και οι πολιτικές του πεποιθήσεις οδήγησαν όμως και τον νεαρό τότε Θανάση αντιμέτωπο με την εκδικητικότητα του κράτους. Γνώρισε από κοντά τη Μακρόνησο 1948-1950, ένα τόπο μαρτυρίου για χιλιάδες αριστερούς φαντάρους αλλά και πολίτες.
Εκεί, στον κατ' ευφημισμόν «νέο Παρθενώνα», ο νεαρός Θανάσης βίωσε τον εξευτελισμό, έμαθε να υπομένει, υιοθέτησε την αξιοπρέπεια ως στάση ζωής και ταυτόχρονα γνώρισε τη συντροφική αλληλεγγύη. Εκεί, επίσης, συνδέθηκε φιλικά με τον Νίκο Κούνδουρο, τον άνθρωπο που θα άλλαζε την πορεία της ζωής του.
Αυτή η γνωριμία οδήγησε στην πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο, το 1954, στην ταινία «Μαγική Πόλις» του Κούνδουρου. Εκεί υποδύεται τον πωλητή λεμονιών στη λαχαναγορά, μέλος μιας παρέας νεαρών βιοπαλαιστών. Ο ήρωας λέγεται Θανάσης, ο Βέγγος ίσως να υποδύεται τον εαυτό του, όνομα που θα τον ακολουθεί στη συνέχεια σε πολλές άλλες ταινίες και θα αποτελεί και κομμάτι των τίτλων των ταινιών του («Ο Θανάσης, η Ιουλιέτα και τα λουκάνικα», «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;», «Θανάση, πάρε τ' όπλο σου», «Δικτάτωρ καλεί Θανάση», «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας» κ.τ.λ.), όταν βέβαια δεν μπαίνει το επώνυμό του («Είναι ένας τρελός τρελός Βέγγος», «Δόκτωρ Ζι-Βέγγος», «Ενας Βέγγος για όλες τις δουλειές»).
Για τα επόμενα πέντε χρόνια έπαιξε σε μικρούς ρόλους, εργαζόμενος παράλληλα και ως φροντιστής στα πλατό. Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε σε μερικές από τις πιο ιστορικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, όπως «Ο δράκος», «Διακοπές στην Αίγινα», «Μανταλένα», «Συννεφιασμένη Κυριακή», «Ο Ηλίας του 16ου», «Ποτέ την Κυριακή». Ο πρώτος του μεγάλος ρόλος είναι μαζί με τον Νίκο Σταυρίδη στην ταινία «Οι δοσατζήδες» του 1960. Τον ίδιο καιρό, το 1959 πήρε άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού όχι από Σχολή αλλά ως εξαιρετικό ταλέντο με εξετάσεις σε ειδική επιτροπή. Η πρώτη του θεατρική παράσταση ήταν στην επιθεώρηση «Ομόνοια πλατς πλουτς», δίπλα στους Νίκο Ρίζο και Γιάννη Γκιωνάκη, επίσης το 1959.
Τα επόμενα χρόνια, συνεργαζόμενος κυρίως με τον σκηνοθέτη Πάνο Γλυκοφρύδη, αναπτύσσει τον τύπο του νευρικού, αεικίνητου τύπου, που τον καθιέρωσε και αρχίζει να γίνεται δημοφιλής. Με ταινίες όπως «Ψηλά τα χέρια», «Χίτλερ», «Μην είδατε τον Παναή», «Ζήτω η τρέλα», «Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης» καθιερώνεται στη συνείδηση του κοινού. Το 1964, σε αναζήτηση καλλιτεχνικής ελευθερίας, ίδρυσε τη δική του εταιρεία παραγωγής ΘΒ - Ταινίες Γέλιου.
Την περίοδο 1965-1969, συνεργαζόμενος με τον Πάνο Γλυκοφρύδη και τον Ερρίκο Θαλασσινό, αλλά και σκηνοθετώντας ο ίδιος κάποιες φορές, γύρισε τις καλύτερες κατά γενική ομολογία ταινίες του, όπως τις «Φανερός πράκτωρ 000», «Τρελός, παλαβός και Βέγγος», «Ποιος Θανάσης;», που τις χαρακτηρίζουν το σουρεαλιστικό χιούμορ, ο αυτοσχεδιασμός και η πηγαία ερμηνεία.
Παρά την εμπορική και καλλιτεχνική τους επιτυχία, οι ταινίες αυτές οδηγούν την εταιρεία του Βέγγου σε κλείσιμο και τον ίδιο σε οικονομική καταστροφή, από την οποία θα συνέλθει μόνο έπειτα από πολλά χρόνια.
Η καριέρα του συνεχίζεται με τον σκηνοθέτη Ντίνο Κατσουρίδη, ενώ η δημοτικότητά του παραμένει σταθερή κι οδηγεί στην αποθέωσή του από τον κόσμο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1971, όπου η ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση;» αποσπά τα βραβεία κριτικών και κοινού. Άλλη σημαντική ταινία αυτής της περιόδου είναι «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας» του 1976. Η θεματολογία των ταινιών του μετατοπίζεται προς την κοινωνική κριτική, ενώ το 1983 σταματά για λίγα χρόνια να κάνει κινηματογράφο.
Τη δεκαετία του '80, ασχολείται με το γύρισμα έξι βιντεοταινιών και της τηλεοπτικής σειράς «Βεγγαλικά» που, ύστερα από προσπάθειες πολλών ετών, προβλήθηκε τελικά στην τηλεόραση το 1988. Το 1990 εμφανίστηκε στη σειρά του ΑΝΤ1 «Αστυνόμος Θανάσης Παπαθανάσης».
Η επιστροφή του στον κινηματογράφο γίνεται με την ταινία «Ήσυχες μέρες του Αυγούστου» του Παντελή Βούλγαρη. Η ερμηνεία του έχει πια διαφοροποιηθεί, είναι χαμηλών τόνων αλλά μεγάλης εκφραστικότητας, με κορυφαία στιγμή τον ρόλο του στην ταινία «Όλα είναι δρόμος» του 1998.
Την περίοδο αυτή εμφανίστηκε επίσης στην Επίδαυρο, το 1997 στο ρόλο του Δικαιόπολι στους Αχαρνής και το 2001 στην «Ειρήνη» του Αριστοφάνη με μεγάλη επιτυχία. Το 2002, σχεδόν πενήντα χρόνια μετά την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση, ο Θανάσης Βέγγος κράτησε έναν από τους βασικούς ρόλους στην τηλεοπτική σειρά «Περί ανέμων και υδάτων».
Ο Θανάσης Βέγγος στην πορεία του στον ελληνικό κινηματογράφο, ο εκφραστικός αυτός ηθοποιός με τη φαλάκρα, το συμπαθητικό πρόσωπο, την αβέβαιη έκφραση, κατάφερε να ενσαρκώσει τον μέσο Έλληνα: τον φουκαρά, τον γκαφατζή, τον αγαθό, τον περιδεή, τον αγχωμένο, τον κυνηγημένο, αλλά και τον καπάτσο, τον άνεργο, τον πολυτεχνίτη - ερημοσπίτη, τον τίμιο - εργατικό, τον άνθρωπο που μπροστά στον αγώνα για επιβίωση, κάνει κάθε είδους δουλειά. Διαμόρφωσε έναν μοναδικό λαϊκό κινηματογραφικό ήρωα, μια περσόνα ολοκληρωμένη και αναγνωρίσιμη, με σταθερά χαρακτηριστικά, μια αεικίνητη φιγούρα, έναν κλόουν, έναν Έλληνα Σαρλό.
Καλό ταξίδι να έχεις Θανάση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου