Από τα δέκα μου περίπου ξεκίνησα μιά συλλογή, μιά παράξενη συλλογή, αποφάσισα να μαζεύω λέξεις.
Πήρα λοιπόν ένα πολύ όμορφο τετράδιο, αυτό με τις τελίτσες από τον Πάλλη και κάθε μέρα άνοιγα το λεξικό και έγραφα 5 άγνωστες λέξεις. Όλη μέρα τις ψιθύριζα, τσέκαρα τον εαυτό μου για να δω αν τις θυμάμαι, τις έβαζα σε προτάσεις και προσπαθούσα να σπαταλήσω όσο πιο πολύ μπορούσα αυτό το θησαυρό γιατί ήταν ο μόνος τρόπος για να τον κάνω δικό μου. Το τετράδιο το είχα πάντα μαζί μου σε ετοιμότητα και όταν κάποιος ξεστόμιζε κάτι σπουδαίο το άρπαζα. Και αυτό γινόταν για χρόνια και νομίζω ότι συνάντησα άλλον έναν άνθρωπο που το έκανε αυτό, σ ένα μυθιστόρημα, που ο Πατρίκ Ζισκίντ τον αποκαλούσε εραστή της καλλιλογίας. Τι με έσπρωξε σ αυτό δεν ξέρω ίσως να ήταν ο Θεός του τυχαίου ή ένα πεπρωμένο. Αυτό που αρχικά με γοήτευσε ήταν ότι η κάθε μία από αυτές είχε μιά ρίζα, μια καταγωγή, μια ιστορία και μια προσωπικότητα. Αληθινές κυρίες που έπρεπε να προσέξεις πολύ καλά ποιά θα βάλεις να καθήσει δίπλα τους αλλιώς κινδύνευες να ντροπιαστείς. Επίσης με γοήτευε ο ήχος τους, το νόημα τους και σιγά σιγά ένοιωθα πως οι λέξεις έχουν μυρωδιά αλλά και χρώμα και γεύση. Λέξεις σπουδαίες όπως φιλόκαλος, απειρόκαλος, ενδεής, αχλύς, γλεύκος, πέλωρ, ευψυχία, λέξεις ήσυχες, άλλες πολύκροτες, λέξεις απελπισμένες, χαρούμενες, κοινωνικές, πλάνες, κουτσομπόλες και αδιάκριτες λέξεις καθημερινές, παλιές και ξεχασμένες ποιητικές, ονειροπόλες, ανεύθυνες, αδιάφορες, σημαντικές, καθαρές, κακοποιημένες, εύηχες. Λέξεις που μπορούσαν να πληγώσουν, να θεραπεύσουν, να σε κάνουν να γελάσεις, να σε ταξιδέψουν, να σε παρασύρουν να σε θυμώσουν. Σε κάποια φάση εκεί γύρω στα 25 την εποχή του συναισθηματικού μου κραχ δεν ξέρω πως μου κόλλησε, νομίζω από τον Κάφκα, γιατί ξέρετε οι λέξεις κολάνε σαν τις ψείρες, άρχισα να λέω συνέχεια τη φράση είμαι αόρατη επειδή αισθανόμουν ότι δεν ήμουν σημαντική για κανέναν. Πολλές φορές έκανα πλάκα και στις φίλες μου, όταν με έπαιρναν τηλέφωνο το έκλεινα λέγοντας τους τάχα ότι αυτή που ζητάνε δεν υπήρξε ποτέ και ότι είναι δημιούργημα της φαντασίας τους. Εκείνο τον καιρό κάτι αξιοπερίεργο άρχισε να συμβαίνει. Οι άλλοι δεν με έβλεπαν περπατούσα, έπεφταν επάνω μου και μου έλεγαν συγνώμη δεν σε είδα, με πατούσαν και πάλι α! δεν σε είδα μέχρι που μια μέρα στη Σόλωνος έξω από τη Νομική με χτύπησε ένα ταξί γιατί φυσικά δεν με είχε δεί. Μπορούσαν άραγε οι λέξεις να με μεταμορφώσουν σε αόρατη; Προβληματίστηκα πολύ, μιας και είχα το χρόνο προσπαθώντας να αναρρώσω από ένα σοβαρό κάταγμα στο πόδι και μελέτησα σχετικά με τη δύναμη τους στη ζωή μας και στα συναισθήματα μας. Οι λέξεις είναι σκέψεις και αυτές που χρησιμοποιούμε επί μονίμου βάσεως χτίζουν το πεπρωμένο μας. Γιατί ότι λέμε πολλές φορές ο νους μας το πιστεύει. Οι λέξεις δεν είναι άδεια τυπικά καλούπια, έχουν μέσα τους πνεύμα, άρωμα και δύναμη και μπορούν είτε να φυλακίσουν τις προοπτικές μας ή να οδηγήσουν τις προσδοκίες μας.Πηγή
Πήρα λοιπόν ένα πολύ όμορφο τετράδιο, αυτό με τις τελίτσες από τον Πάλλη και κάθε μέρα άνοιγα το λεξικό και έγραφα 5 άγνωστες λέξεις. Όλη μέρα τις ψιθύριζα, τσέκαρα τον εαυτό μου για να δω αν τις θυμάμαι, τις έβαζα σε προτάσεις και προσπαθούσα να σπαταλήσω όσο πιο πολύ μπορούσα αυτό το θησαυρό γιατί ήταν ο μόνος τρόπος για να τον κάνω δικό μου. Το τετράδιο το είχα πάντα μαζί μου σε ετοιμότητα και όταν κάποιος ξεστόμιζε κάτι σπουδαίο το άρπαζα. Και αυτό γινόταν για χρόνια και νομίζω ότι συνάντησα άλλον έναν άνθρωπο που το έκανε αυτό, σ ένα μυθιστόρημα, που ο Πατρίκ Ζισκίντ τον αποκαλούσε εραστή της καλλιλογίας. Τι με έσπρωξε σ αυτό δεν ξέρω ίσως να ήταν ο Θεός του τυχαίου ή ένα πεπρωμένο. Αυτό που αρχικά με γοήτευσε ήταν ότι η κάθε μία από αυτές είχε μιά ρίζα, μια καταγωγή, μια ιστορία και μια προσωπικότητα. Αληθινές κυρίες που έπρεπε να προσέξεις πολύ καλά ποιά θα βάλεις να καθήσει δίπλα τους αλλιώς κινδύνευες να ντροπιαστείς. Επίσης με γοήτευε ο ήχος τους, το νόημα τους και σιγά σιγά ένοιωθα πως οι λέξεις έχουν μυρωδιά αλλά και χρώμα και γεύση. Λέξεις σπουδαίες όπως φιλόκαλος, απειρόκαλος, ενδεής, αχλύς, γλεύκος, πέλωρ, ευψυχία, λέξεις ήσυχες, άλλες πολύκροτες, λέξεις απελπισμένες, χαρούμενες, κοινωνικές, πλάνες, κουτσομπόλες και αδιάκριτες λέξεις καθημερινές, παλιές και ξεχασμένες ποιητικές, ονειροπόλες, ανεύθυνες, αδιάφορες, σημαντικές, καθαρές, κακοποιημένες, εύηχες. Λέξεις που μπορούσαν να πληγώσουν, να θεραπεύσουν, να σε κάνουν να γελάσεις, να σε ταξιδέψουν, να σε παρασύρουν να σε θυμώσουν. Σε κάποια φάση εκεί γύρω στα 25 την εποχή του συναισθηματικού μου κραχ δεν ξέρω πως μου κόλλησε, νομίζω από τον Κάφκα, γιατί ξέρετε οι λέξεις κολάνε σαν τις ψείρες, άρχισα να λέω συνέχεια τη φράση είμαι αόρατη επειδή αισθανόμουν ότι δεν ήμουν σημαντική για κανέναν. Πολλές φορές έκανα πλάκα και στις φίλες μου, όταν με έπαιρναν τηλέφωνο το έκλεινα λέγοντας τους τάχα ότι αυτή που ζητάνε δεν υπήρξε ποτέ και ότι είναι δημιούργημα της φαντασίας τους. Εκείνο τον καιρό κάτι αξιοπερίεργο άρχισε να συμβαίνει. Οι άλλοι δεν με έβλεπαν περπατούσα, έπεφταν επάνω μου και μου έλεγαν συγνώμη δεν σε είδα, με πατούσαν και πάλι α! δεν σε είδα μέχρι που μια μέρα στη Σόλωνος έξω από τη Νομική με χτύπησε ένα ταξί γιατί φυσικά δεν με είχε δεί. Μπορούσαν άραγε οι λέξεις να με μεταμορφώσουν σε αόρατη; Προβληματίστηκα πολύ, μιας και είχα το χρόνο προσπαθώντας να αναρρώσω από ένα σοβαρό κάταγμα στο πόδι και μελέτησα σχετικά με τη δύναμη τους στη ζωή μας και στα συναισθήματα μας. Οι λέξεις είναι σκέψεις και αυτές που χρησιμοποιούμε επί μονίμου βάσεως χτίζουν το πεπρωμένο μας. Γιατί ότι λέμε πολλές φορές ο νους μας το πιστεύει. Οι λέξεις δεν είναι άδεια τυπικά καλούπια, έχουν μέσα τους πνεύμα, άρωμα και δύναμη και μπορούν είτε να φυλακίσουν τις προοπτικές μας ή να οδηγήσουν τις προσδοκίες μας.Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου