Αυτή η φράση κανονικά δεν θέλει αναλύσεις και επεξηγήσεις, είναι τόσο βαριά που ότι άλλο και να τη συνοδεύει, περιττεύει.
Θα το επιχειρήσω όμως. Θα το επιχειρήσω γιατί δυστυχώς σήμερα τίποτα δεν είναι αυτονόητο.
Η αξία της ανθρώπινης ζωής…εκμηδενίζεται στην μνημονιακή Ελλάδα. Ο θάνατος του Θανάση, αποδεικνύει την αδιαφορία της κοινωνίας, όχι μόνο για την εξαθλίωσή των ανθρώπινων ζωών, αλλά και για την απώλειά τους. Και η αδιαφορία αυτή δεν είναι ένα ακούσιο παραπροϊόν της κρίσης, αλλά μια επιτυχία της εξουσίας. Είναι ένας τρόπος να χαράζει εύκολα την πολιτική της. Έτσι, η ζωή των μεταναστών μπορεί να κλείνεται εύκολα στα κλουβιά της Αμυγδαλέζας και η ζωή των οροθετικών ιερόδουλων διαπομπεύεται εύκολα στα κανάλια. Οι ζωές χιλιάδων εργαζόμενων απολύονται από τη μια μέρα στην άλλη και οι ζωές των «οφειλετών» μετατρέπονται σε άστεγες με ελάχιστες, ελαφριές δονήσεις αντίδρασης. Η γάγγραινα της απαξίωσης της ζωής δεν σταματά: Πλέον η ζωή ενός 19χρονου άνεργου νέου χάνεται εύκολα στο οδόστρωμα, εάν δεν έχει εισιτήριο για το τρόλεϊ.
Οι ζωές των αθλίων δεν έχουν αξία. Είναι οι ζωές μας, που αρχικά εξαθλιώνονται και μετά απαξιώνονται. Οι ζωές εκείνων που φοβούνται, που βασανίζονται, που φτωχαίνουν, που κρυώνουν, που νοσούν, που χάνονται. Αυτές είναι οι ζωές των αθλίων που περισσεύουν στον καπιταλισμό και οι ζωές των αθλίων, για τις οποίες αδιαφορεί ακόμα και η κοινωνία των αθλίων.
Ο Θανάσης, ήταν άνεργος και γόνος ανέργων. «Λαθρεπιβάτης» σε τρόλεϊ. Η αξία της ζωής του δεν υποτιμάται, κατ εμέ, λόγο της μικρής ανταλλακτικής αξίας των 1.40 ευρώ, για τα οποία χάθηκε, –όπως γράφτηκε σε πολλά δημοσιεύματα. Υποτιμάται όμως λόγο των ελάχιστων λεπτών της ώρας που απασχόλησε την συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού που έλαβε γνώση των συνθηκών του θανάτου του. Η ζωή των αθλίων δεν είναι αυτή που σπρώχνεται έξω από την πόρτα ενός τρόλεϊ, είναι αυτή που ξεχνιέται, είναι αυτή που δεν δικαιώνεται για το χαμό της, είναι αυτή που όταν σπρώχνεται έξω από την πόρτα του τρόλεϊ δεν επιφέρει την αντίδραση της κοινωνίας.
Σε δεύτερο επίπεδο ήθελα να αναφερθώ στον κοινωνικό ρόλο των επαγγελμάτων που στέκονται απέναντι στις λαϊκές τάξεις. Τέτοιες κατηγορίες εργαζομένων υπήρχαν ανέκαθεν. Είναι οι «γενίτσαροι» όπου το κράτος και τα αφεντικά επιστρατεύουν με στόχο την διατήρηση της ισχύς τους και της κοινωνικής ειρήνης, συνεχίζοντας την εκμετάλλευση.
Από τους επιστάτες των κτημάτων των φεουδαρχών και τους εισπράκτορες των φόρων, στους χωροφύλακες και τους βασανιστές, έως τις δυνάμεις καταστολής, τους ελεγκτές εισιτηρίων και τις εισπρακτικές εταιρίες. Εργαζόμενοι, συνήθως μισθωτοί, χωρίς καμία ταξική συνείδηση, (δεν είναι οι μόνοι βέβαια) που εργάζονται ενάντια στην ίδια την κοινωνία τους, έχοντας εμφυτευμένη στο μυαλό τους μια ηθική διασφάλισης των συμφερόντων των αφεντικών τους (ή του «χεριού που τους ταΐζει»). Το διαχρονικό αυτό τέχνασμα της εξουσίας χαίρει επιτυχίας λόγο της διαδεδομένης λαϊκής ρήσης : «την δουλειά τους κάνουν κι αυτοί».
Η «δουλειά τους» όμως, είναι αυτή που μειώνει την αξία της δουλειάς των άλλων, εξασφαλίζοντας την υπεραξία στους εργοδότες τους. Η «δουλειά τους» όμως, μειώνει την ελευθερία των άλλων παρέχοντας ασφάλεια στους καταχραστές της. Η «δουλειά τους» όμως, είναι αυτή που διασφαλίζει την εκμετάλλευση, την εργοδοτική βία, την ανισότητα και την κοινωνική αδικία.
Ενισχυτικό της επίδοσης των εργαζομένων αυτών είναι η αμοιβή τους με κομμάτι από τη σάρκα των θυμάτων τους. Αυτός ο τρόπος αμοιβής, που εφαρμόζεται στους ελεγκτές εισιτηρίων και σε κάποιους υπαλλήλους των εισπρακτικών εταιριών, εντείνει την βίαιη συμπεριφορά τους, δημιουργώντας κυνηγούς κεφαλών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου