Τον
Φεβρουάριο του 1994, το ελληνικό κοινοβούλιο ανακήρυξε τη 19η Μαΐου ως «Ημέρα
Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στον Μικρασιατικό Πόντο», ημέρα μάλιστα
που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα το 1919.
Το
χρονικό της μεθοδευμένης εξόντωσης του ποντιακού ελληνισμού αναγνωρίζεται
επισήμως ως γενοκτονία τόσο από την Ελλάδα όσο και την Αυστραλία, αλλά και από
πλήθος έγκριτων οργανισμών, όπως η Διεθνής Ένωση Μελετητών Γενοκτονιών (IAGS –
2007). Η επίσημη τουρκική θέση είναι πως δεν υπήρξε γενοκτονία, εγγράφοντας τις
απώλειες του ελληνικού πληθυσμού στις συνήθεις φρικαλεότητες του πολέμου, από
εχθροπραξίες και αρρώστιες μέχρι στερήσεις, κακουχίες και λιμούς, παρά το
γεγονός ότι ελληνικά στρατεύματα δεν εμφανίστηκαν ποτέ στην περιοχή του Πόντου!
Κι όμως,
σύμφωνα με τον διεθνή ορισμό για το πότε συνιστά μια ειδεχθής πράξη γενοκτονία,
το προμελετημένο έγκλημα που εκτέλεσαν με συστηματικότητα οι Νεότουρκοι έχει
όλα τα χαρακτηριστικά της γενοκτονίας: από στρατόπεδα θανάτου στην έρημο,
τάγματα εργασίας και βασανισμούς μέχρι εκτεταμένους ξεριζωμούς, λεηλασίες,
πυρπολήσεις και επιβολή συνθηκών που η ζωή δεν είναι πλέον δυνατή.
Και
βέβαια η γενοκτονία των Ποντίων πραγματοποιήθηκε στην ίδια ιστορική περίοδο με
τις γενοκτονίες σε βάρος και των άλλων χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, όπως των Αρμενίων και των Ασσυρίων, ως επακόλουθο της ρητής
απόφασης των Νεότουρκων για επίλυση του εθνικού προβλήματος «καθαρότητας» των
οθωμανικών εδαφών, μέσω του φυσικού αφανισμού των ντόπιων εθνοτήτων, την υποχρεωτική
εκδίωξη όσων επιβιώσουν και τον βίαιο εξισλαμισμό όσων παραμείνουν. Η μελανή
στιγμή της ιστορίας του ελληνισμού είχε μόλις αρχίσει να γράφεται: οι Έλληνες
του Πόντου μετρούσαν στη μεγαλύτερή τους ακμή -τις παραμονές του Α’ Παγκοσμίου-
700.000 ψυχές· μέχρι το τέλος του 1923, είχαν αφανιστεί περισσότεροι από
350.000 άνθρωποι, σε μια ανθρωποσφαγή τρομακτικής βιαιότητας…
Ιστορικό πλαίσιο
– το χρονικό της φρίκης.
Οι
Έλληνες του Πόντου, αποκομμένοι από την κύρια ελληνική επικράτεια και τα
μικρασιατικά παράλια, ήταν ανέκαθεν αναπόσπαστο τμήμα της περιοχής, αφήνοντας
το δικό τους στίγμα στην οικονομική και πολιτιστική ζωή του τόπου. Γιατί όσο κι
αν ο ποντιακός ελληνισμός βρέθηκε ξαφνικά στα εδάφη της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας -μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και την πτώση της
Τραπεζούντας (1461)-, διατήρησε ωστόσο αναλλοίωτο το εθνικό του φρόνημα, τη
γλώσσα και τη θρησκεία, αποτελώντας διαχρονικό «αγκάθι» για τον οθωμανό
σουλτάνο.
Περιτριγυρισμένοι
από άλλες εθνοτικές ομάδες και αποτελώντας μειονότητα στην περιοχή
(υπολογίζονται στο 40% του ντόπιου πληθυσμού), οι Έλληνες του Ευξείνου άκμαζαν
και προόδευαν, γεγονός που αντικατοπτριζόταν τόσο στα δημογραφικά στατιστικά
όσο και στην πνευματική ζωή. Το 1886, ο ποντιακός ελληνισμός έφτανε στους
265.000 ανθρώπους, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα μετρούσε 700-750 χιλιάδες,
σύμφωνα με τα μητρώα των τουρκικών Αρχών αλλά και τις εκτιμήσεις του
Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ταυτοχρόνως, από τα 100 ελληνικά σχολεία του
Ευξείνου το 1860, ο αριθμός εκτοξεύεται στα 1.400 το 1919, περιλαμβανομένου και
του περίφημου Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας.
Συνολικός
αριθμός μαθητών, 86.000 παιδιά.
Τα
μεγάλα αστικά κέντρα του Πόντου γνωρίζουν ιδιαίτερη άνθηση στις τέχνες και τα
γράμματα, εφάμιλλη των πνευματικών κέντρων της Ευρώπης, την ίδια στιγμή που η
δημογραφική άνοδος του πληθυσμού και η οικονομική ευρωστία θα επιτρέψουν στους
Έλληνες του Πόντου να επεκταθούν και στις περιοχές του Καυκάσου και της Κριμαίας.
Η προετοιμασία της θηριωδίας
Από το
1908 αρχίζει να αναδύεται με ιδιαίτερη δυναμική το κίνημα των Νεότουρκων, μιας
μερίδας εθνικιστών που επιζητούσαν -ανάμεσα σε άλλα- τη φυλετική καθαρότητα των
οθωμανικών εδαφών. Συνειδητοποιώντας ότι οι τόσοι αιώνες εκτουρκισμού του
ντόπιου πληθυσμού δεν είχαν αποφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα, αποφασίζουν να
εξοντώσουν το ελληνικό και χριστιανικό στοιχείο (σε συνέδριο μάλιστα του
νεοτουρκικού φορέα στη Θεσσαλονίκη). Η Ιστορία λέει λοιπόν ότι η τελική λύση
πάρθηκε από τους Νεότουρκους το 1911, εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια του Α’
Παγκοσμίου και ολοκληρώθηκε από τον Μουσταφά Κεμάλ (1919-1923). Ήδη βέβαια από
το 1908 παρατηρούνται οι πρώτες εκτοπίσεις του ελληνικού πληθυσμού στην
ευρύτερη περιοχή της Μικράς Ασίας, καθώς και μαζικές εκτελέσεις των Ελλήνων του
Πόντου. Το 1911 ωστόσο μπαίνει μπροστά το μεθοδευμένο και διεξοδικό πλάνο
εξόντωσης, που θα εκτελεστεί στα χρόνια που ακολουθούσαν: υποχρεωτική
επιστράτευση όλων των αντρών από 15-45 ετών και καταναγκαστική δουλεία σε
Τάγματα Εργασίας (τα διαβόητα «Αμελέ Ταμπουρού»), κάτω από εξοντωτικές συνθήκες
που αφάνιζαν μαζικά τον πληθυσμό από τις στερήσεις, την πείνα και τις ασθένειες.
Ταυτόχρονα,
άτακτες ορδές Τούρκων αρχίζουν να επιτίθενται στα διάσπαρτα ελληνικά χωριά
σκοτώνοντας, λεηλατώντας, κακοποιώντας τις γυναίκες και τελικά παραδίδοντάς τα
στις φλόγες. Και βέβαια όσοι απέμειναν ζωντανοί μετά τις επιδρομές
εκτοπίζονταν, με τις εξοντωτικές πορείες να στερούν τη ζωή στον άμαχο και
ταλαιπωρημένο πληθυσμό.
Το
χρονικό της γενοκτονίας
Το 1915
είναι το ορόσημο για τους Έλληνες του Πόντου: εφαρμόζεται εκτεταμένα το πλάνο
εξόντωσης των Ποντίων, με τα ευρωπαϊκά κράτη απασχολημένα στις εχθροπραξίες του
Α’ Παγκοσμίου. Ταυτόχρονα σχεδόν, αρχίζει να συντελείται και η Γενοκτονία των
Αρμενίων, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για το ειδεχθές νεοτουρκικό πλάνο. Την
ώρα που συνεχίζονται οι εθνοκαθάρσεις, το 1916 χτυπιέται η Σαμψούντα, με τον
ελληνικό πληθυσμό να υποφέρει φρικιαστικά δεινά. Μόνο η Τραπεζούντα γλιτώνει
την καταστροφή γιατί είναι πλέον κάτω από ρωσικό ζυγό.
Όταν
μάλιστα ο ρωσικός στρατός εγκατέλειψε την πόλη το 1918, ο μισός τουλάχιστον
ελληνικός πληθυσμός ακολούθησε τα στρατεύματα στην οπισθοχώρησή τους, εξαιτίας
της τουρκικής απειλής που καραδοκούσε. Με το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, ο
ποντιακός ελληνισμός θεώρησε πως τα δεινά του είχαν πάρει τέλος, αφού θα μπορούσε
να προσαρτηθεί στην ελληνική επικράτεια. Η ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε ωστόσο,
καθώς δεν ήταν σε θέση να προστατεύσει τις απομακρυσμένες ποντιακές περιοχές
από την τουρκική εισβολή, και οι Πόντιοι προχωρούν στο περίφημο Ποντοαρμενικό
Κράτος, με την ήττα ωστόσο του αρμενικού στρατού στο Ερζερούμ από τον Μουσταφά
Κεμάλ να αφήνει τον ποντιακό ελληνισμό στο έλεος των Νεότουρκων.
Το 1919
αρχίζει η δεύτερη φάση της γενοκτονίας, με νέους -ακόμα πιο σφοδρούς- διωγμούς
από το κεμαλικό καθεστώς, πολύ πιο βίαιους και απάνθρωπους από τους
προηγούμενους. Στις 19 Μαΐου 1919 έρχεται η καθοριστική στιγμή για την τύχη του
ποντιακού ελληνισμού, με την απόβαση του Κεμάλ στη Σαμψούντα και κατόπιν την
εισβολή στην Τραπεζούντα: οι μαζικές εκτελέσεις, ο ξεριζωμός και το κλίμα
τρομοκρατίας αναγκάζουν τον πληθυσμό να εγκαταλείψει τις εστίες του. Όσοι
επιβιώνουν, καταφεύγουν στα βουνά, με τις κακουχίες και τις στερήσεις σε βασικά
αγαθά να μετατρέπουν την έξοδο σε πορεία θανάτου. Όσοι γλιτώνουν και από αυτή
τη δοκιμασία, διαπιστώνουν ότι έχουν οδηγηθεί σε ενέδρα, με τις αγχόνες να
είναι ήδη στημένες και να τους περιμένουν.
Παρόλα αυτά, η ποντιακή περηφάνια δεν έσκυψε
το κεφάλι: οργανώνεται σε αντάρτικο στα βουνά, με τα μέλη της ποντιακής
αντίστασης να φτάνουν στις 12.000 περίπου το 1921, σύμφωνα με τον έγκριτο
ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο. Οι άτακτοι αυτοί μαχητές, σφυρηλατημένοι
στις κακουχίες και την ανέχεια, θα επιφέρουν μια σειρά από δυνατά χτυπήματα
στον οργανωμένο κεμαλικό στρατό και θα καταφέρουν να περισώσουν αμάχους από τα
λυσσασμένα δόντια του διώκτη.
Παρά την
αντίσταση των πατριωτών Ποντίων, μέχρι το καλοκαίρι του 1922 ο Κεμάλ, έχοντας
εκκαθαρίσει τα δευτερεύοντα μέτωπα στη Μικρά Ασία (Μικρασιατική Καταστροφή),
προχωρά σχεδόν ανενόχλητος στη σταδιακή εξόντωση του ποντιακού ελληνισμού.
Πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά λεηλατήθηκαν και κάηκαν, οι κάτοικοι σφαγιάστηκαν,
ατιμάστηκαν και εξορίστηκαν, με όσους γλίτωσαν από το τουρκικό μένος να
καταφεύγουν στα απομακρυσμένα βουνά για να σωθούν.
Το τέλος
του ποντιακού ελληνισμού είχε έρθει. Το ζοφερό πλάνο των τούρκων εθνικιστών
πέτυχε τον αποτρόπαιο σκοπό του: με τη γενοκτονία του πληθυσμού, τους
εκτοπισμούς, τις λεηλασίες και τις πυρπολήσεις, κατάφεραν την πολυπόθητη
αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα των ελληνικών περιοχών. Η βίαιη εξαφάνιση
των Ελλήνων από τα προγονικά εδάφη πληρώθηκε με 353.000 ψυχές την περίοδο
1916-1923. Ο Κεμάλ Ατατούρκ, στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση της 13ης Αυγούστου
1923, πληροφορεί περιχαρής την ομήγυρη: «Επιτέλους, ξεριζώσαμε τους Έλληνες από
τον Πόντο» (αναφέρεται από τον συνταγματάρχη Μουζέν, που παρακολούθησε τις
εργασίες της εθνοσυνέλευσης, σε επιστολή του προς το γαλλικό Γενικό Επιτελείο
Στρατού)…
Ξεριζωμός
Η τελευταία πράξη του ποντιακού δράματος
διαδραματίζεται τον Οκτώβριο του 1922: ο Ατατούρκ συμφωνεί να μεταφερθούν οι
Έλληνες του Πόντου με τουρκικά καράβια στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί με
ελληνικά πλοία στην ελληνική επικράτεια. Οι Πόντιοι θα αναγκαστούν λοιπόν να
αναζητήσουν νέες πατρίδες, με το κύριο σώμα του ελληνισμού του Ευξείνου να
καταφεύγει στη μητέρα Ελλάδα, αλλά και μια μερίδα να εγκαθίσταται στις νότιες
περιοχές της Ρωσίας.
Το
προσφυγικό ποντιακό ρεύμα προς την Ελλάδα θα ξεκινήσει τον Νοέμβριο του 1922
και θα συνεχιστεί σε όλη τη διάρκεια του 1923, ενώ το 1924 ο χριστιανικός
πληθυσμός του Πόντου θα περιληφθεί στην ελληνοτουρκική σύμβαση για την
ανταλλαγή των πληθυσμών. Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των Ποντίων που
αποβιβάστηκαν στην Ελλάδα δεν είναι ακριβείς, καθώς περισσότεροι από 1.200.000
μικρασιάτες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην ελληνική επικράτεια κατά τη δεκαετία
του ’20. Οι ποντιακές κοινότητες υπολογίζουν τον αριθμό των ξεριζωμένων σε
400.000 περίπου ψυχές, με το προσφυγικό ποντιακό κύμα να βρίσκει νέο σπίτι στα
μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, αλλά και στους νομούς
Δράμας, Κιλκίς, Καβάλας, Ξάνθης, Κοζάνης, Πρέβεζας κ.ά., μπολιάζοντας τον
τοπικό πληθυσμό με τον πολιτισμό και το πνεύμα που έφεραν στις αποσκευές τους.
Ο
ποντιακός θρήνος
Οι
Πόντιοι θρήνησαν γοερά την ελληνική στρατιωτική ήττα στη Μικρά Ασία αλλά και το
τέλος του ποντιακού ελληνισμού. Ο παρακάτω θρήνος γράφτηκε και τραγουδήθηκε από
τους Ποντίους της Πάφρας του Δυτικού Πόντου (αναφέρεται από τον ιστορικό Βλάση
Αγτζίδη):
http://constantinoupoli.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου