Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός στη μικρή επαρχία κι έκανε τους
κατοίκους της άνω κάτω. Έλεγε πως το ερειπωμένο και στοιχειωμένο σπίτι
στα ανατολικά της πόλης, που χρόνια τώρα ήταν κλειστό και το
επισκέπτονταν μόνο τα νυχτοπούλια, απόχτησε οικοδέσποινα μια γριά
στρίγγλα που της άρεσε να διηγείται ιστορίες και θρύλους τρόμου.
Ήρθε έλεγαν οι φήμες για να αναστήσει τη νεκρή Παράδοση που τον
ενταφιασμό της είχε προκαλέσει βάναυσα η φωσφορίζουσα χλιδή και η φθορά
των αξιών της παραπαίουσας και διεφθαρμένης σύγχρονης κοινωνίας. Οι
ακροατές στην αρχή ήταν λίγοι, αλλά σαν περνούσε ο καιρός και η
αφηγηματική ικανότητα της γριάς καταγοήτευε τους πάντες, το ακροατήριο
πύκνωνε αλλά παράλληλα αυξανόταν και η καχυποψία για το σκοπό και το
έργο της.
Όσο ακόμη ήταν μικρή αγαπούσε τη φιλομάθεια και την ανάγνωση μύθων. Της
άρεσε πολύ όμως και να τους διηγείται, προσθέτοντας στοιχεία άκρατης
φαντασίας και τρόμου. Για να θεωρηθεί έτσι από το εκκλησιαστικό και
οικογενειακό της περιβάλλον << άκρως επικίνδυνη για τη διανοητική
της κατάσταση >> και κλείστηκε σε μοναστήρι.
Κάθισε εφτά χρόνια για να αποδράσει με έντονη ροπή
στη μυθοπλασία και την αγάπη της για αιμοσταγείς μύθους. Ταξίδεψε ύστερα
σε πολλά μέρη, πήρε πολλά από τη σοφία των ανθρώπων τους, πρόσθεσε και
τα δικά της στοιχεία τρόμου και γερασμένη σοφή πια γύρισε στο ερειπωμένο
πατρικό της σπίτι για να μεταδώσει τα πολιτιστικά προϊόντα που έφερε,
προσαρμοσμένα στα σημερινά δεδομένα της πνευματικής ζήτησης.
Αν και ο λόγος της τρόμαζε, όμως άρεσε. Το είχε καταλάβει και γι’ αυτό
σκέφτηκε να οργανώνει εκτός από τις καθημερινές αφηγήσεις της κι άλλες
ξεχωριστές, αφιερωμένες στις μεγάλες γιορτές και να προσκαλεί ακροατές.
Έτσι επέλεξε να κάνει την παραμονή των Χριστουγέννων μια ειδική
αφηγηματική βραδιά, αφιερωμένη στη Λαογραφία με ήρωες και πρωταγωνιστές
τους καλικάντζαρους, που τόσο υπέροχα είναι συνδεδεμένοι με τους θρύλους
του λαού. Έτσι έφερε από την πόλη τους καλύτερους διακοσμητές και τους
έδωσε εντολές για τη διαμόρφωση της αίθουσας. Πιστοί αυτοί στις ακραίες
επιθυμίες της έκαναν ό,τι τους είπε, χωρίς ν’ αλλάξουν τίποτα από το
σχεδιασμό που τους έδωσε.
Έβαλαν έτσι το κατάμαυρο Χριστουγεννιάτικο δέντρο δίπλα και δεξιά από το
βήμα που θα μιλούσε, στολίζοντάς το ανορθόδοξα με κακόγουστα στολίδια,
νεκροκεφαλών, σκελετών και ακρωτηριασμένων σωμάτων! Οι φαρδιές μοβ
λουρίδες που τα βάσταζαν, έμοιαζαν με νεκρά φίδια κι έτσι περιπλεγμένα
που φαίνονταν ανάμεσα στα ξεραμένα κλαδιά, έδιναν την εντύπωση πως
ξεκινούσαν όλα από κάποια κρυφή φωλιά που υπήρχε στο εσωτερικό του
δέντρου. Στις άκρες αυτών των εκτρωμάτων οι μικρές κίτρινες ταμπελίτσες
που κρέμονταν, προκαλούσαν τις μνήμες εκείνων που τις διάβαζαν, αφού
αναφέρονταν στα πιο φριχτά κι αποτρόπαια εγκλήματα που είχαν γίνει και
είχαν συγκλονίσει τον κόσμο. Τέλος η παράξενη αυτή εικόνα του δέντρου
ολοκληρωνόταν με το ματωμένο αστέρι που έφεγγε στην κορυφή του και
σκόρπιζε το κόκκινο σαν αίμα φως του στα κατάμαυρα κλαδιά του.
Στη δεξιά
πλευρά της αίθουσας ένας τεράστιος πίνακας που στην κορνίζα του είχε
σκαλισμένες τέσσερις γιγαντόσωμες σαύρες, τρόμαζε αλλά κι ευχαριστούσε
αυτόν που ανίχνευε από περιέργεια την ιδιόρρυθμη και σουρεαλιστική του
παράσταση. Έτσι σαν το μάτι διάβαζε τη λεζάντα στο κάτω μέρος, που
έγραφε με μαύρα γράμματα << Τα βιβλία της Παράδοσης >>
έπεφτε ύστερα κατ’ ευθείαν πάνω σ’ αυτά, που έμοιαζαν σαν κουρελόχαρτα
με τις σκονισμένες και αραχνιασμένες σελίδες τους. Ένα τεράστιο ύστερα
πολυτελές βιβλίο με κακόγουστο εξώφυλλο τα πατούσε γερά με τα σιδερένια
πόδια του, δείχνοντάς τους την πανίσχυρη θέλησή του για τον αιώνιο
ενταφιασμό τους.
Από τ’
αριστερά τώρα της αίθουσας το τεράστιο πορτρέτο μιας γριάς γυναίκας, με
το δικό του φριχτό τρόπο ζωγραφισμένο στον τοίχο, συμπλήρωνε την
ιδιόρρυθμη αυτή διακόσμηση, αυξάνοντας ακόμη πιο πολύ την ένταση των
δυσάρεστων συναισθημάτων που ένιωθε ο κάθε καλεσμένος. Τα μαλλιά της
κάτασπρα και κολλημένα σαν περούκα, έπεφταν πίσω και κατέληγαν σε
μικρούς ολοστρόγγυλους βοστρύχους που έμοιαζαν σαν συρμάτινα δαχτυλίδια.
Οι βαθιές της ρυτίδες στο γερασμένο πρόσωπό της σου έδιναν την εντύπωση
πως έβλεπες ένα ξεφτισμένο παλιόρουχο, ενώ τα ολοστρόγγυλα μικρά
ματογυάλια της που κατέβαιναν ως τη γαμψή κι άσχημη μύτη της, θύμιζαν τη
στρίγγλα και κακή μάγισσα των παραμυθιών. Στόμα και πηγούνι τέλος, δεν
ξεχώριζαν κι έδειχναν πως κάποια ανίατη και φοβερή αρρώστια τα
κατάτρωγε.
* * *
Η
αφηγηματική αυτή ακρόαση της γριάς που θα γινόταν και φέτος τη μέρα της
παραμονής των Χριστουγέννων, ανησύχησε τον Έπαρχο που έβλεπε το
περιεχόμενό της γεμάτο ύποπτα δαιμόνια, επικίνδυνα για τη δημόσια ζωή
της επαρχίας του και για την ψυχική υγεία των κατοίκων της. Και τούτο
γιατί, οι καταγγελίες έρχονταν η μία μετά την άλλη στο γραφείο του και
μιλούσαν για πτώχευση της αγοράς, αδυναμία καταβολής των φόρων κι
έλλειψη ενδιαφέροντος για δουλειά και προκοπή του πληθυσμού, αφού η
παμπόνηρη γριά, είχε καταφέρει να τον μαζεύει στο σπίτι της και να τον
υπνωτίζει με τις σαπουνόπερες της αφήγησής της ! << Η αγορά είναι
νεκρή, τα μαγαζιά δεν πουλάνε και οι καταστηματάρχες είναι χρεωμένοι και
σε απόγνωση >> του είπε στην τελευταία τους συνάντηση ο
εκπρόσωπος των καταστηματαρχών και του άφησε να εννοηθεί πως ετοίμαζαν
κάποια ύποπτη κίνηση. Έτσι ο Έπαρχος κάλεσε τους εκπροσώπους όλων των
φορέων της επαρχίας στο επαρχιακό μέγαρο για να συζητήσουν και να πάρουν
αποφάσεις στο θέμα που προέκυψε με τις αφηγήσεις της γριάς.
Πρώτος
μίλησε ο Έπαρχος και με έντονη την ανησυχία του στα μάτια για το
μέγεθος του κινδύνου που έκρυβαν οι αφηγήσεις της, είπε με λίγα λόγια:
<< Η επαρχία μας, κύριοι, βάλλεται τούτες τις άγιες μέρες από το
δαίμονα της Κολάσεως που μεταμορφώθηκε σε εκφραστή της Θείας Παράδοσης
και με τις ανεκδιήγητες αφηγήσεις της από θρύλους και μύθους του λαού
μας, προσπαθεί να ευνουχίσει το Πνεύμα του και να το εθίσει σε νέα
μοντέλα ακρόασης και διαστροφής του Λόγου, που μόνο από Σατανιστές
μπορούν να πηγάζουν. Θεματοφύλακες τόσο εγώ όσο κι εσείς της κληρονομιάς
των προγόνων μας, σας καλώ να αντισταθούμε σύσσωμοι σ’ αυτήν την
πρόκληση και να σταματήσουμε τον κατήφορο που μας οδηγούν οι παράφορες
διηγήσεις της κολασμένης γριάς γυναίκας >>. Πήρε μια βαθιά ανάσα
και συνέχισε: << Θα παρακαλέσω έναν γενναίο από σας, να την
επισκεφτεί το βράδυ της παραμονής και να της ανακοινώσει την απόφασή
μας, που λέει, να σταματήσει αμέσως τις κακόγουστες διηγήσεις της
>>.
Τη σιωπή που ακολούθησε για λίγο, τη διέκοψε η παρέμβαση του γραμματέα
του, σκληρού κι ασυμβίβαστου, που κι άλλες φορές είχε δείξει την
αφοσίωσή του στον Έπαρχο και του είχε διεκπεραιώσει δύσκολες αποστολές.
Έτσι του ζήτησε να είναι αυτός που θα επισκεπτόταν τη γριά και θα της
ανακοίνωνε την απόφαση. Σαν πήρε και τις τελευταίες συμβουλές του
Έπαρχου, η συνεδρίαση διαλύθηκε με την ευχή όλων για μια καλή και
αποτελεσματική διαιτησία.
* * *
Τη νύχτα
της παραμονής των Χριστουγέννων η γριά καταπονημένη από την αφηγηματική
δραστηριότητα της μέρας, κάθισε κοντά στο αναμμένο τζάκι και ξάπλωσε στο
μικρό ράντζο που υπήρχε πάντα εκεί για να ξεκουραστεί. Έξω φυσούσε
δυνατά, ο αέρας σφύριζε δαιμονισμένα και το χιόνι έπεφτε πυκνό, θάβοντάς
τα όλα κάτω από το ολόλευκο σεντόνι του. Η γριά έδειχνε να απολαμβάνει
την άγρια νύχτα γιατί σαν άκουγε τη βουή του ανέμου που λυσσομανούσε στα
παράθυρα, σήκωνε το κεφάλι της και γελούσε χαρούμενη. Κι ακόμη όταν
κάποιες νιφάδες του χιονιού έμπαιναν μέσα απ’ την καπνοδόχο κι έκαναν
τις φλόγες της φωτιάς να τρεμοσβήνουν, έλεγε ζωηρά: << Κακιά νύχτα
και η αποψινή! Ποιος ξέρει τι δαίμονες να κουβαλά στο σακί της!
>>
* * *
Ο
γραμματέας του Έπαρχου, στάθηκε για λίγο έξω από την πόρτα και πριν
χτυπήσει, επιθεώρησε για τελευταία φορά τη στολή του κι αφού τη βρήκε
τέλεια προσαρμοσμένη πάνω του, έπιασε το ρόπτρο και το χτύπησε τρεις
φορές. Η γριά άκουσε τα χτυπήματα και σηκώθηκε. Έφτασε στην πόρτα,
τράβηξε το σύρτη και του άνοιξε. Ο μεταμφιεσμένος γραμματέας μπήκε μέσα
και πλησίασε στο τζάκι. Εκεί πήγε και στάθηκε κοντά στο βορινό τοίχο, με
τα νώτα του στραμμένα σε μια έξοδο που οδηγούσε έξω στο χείμαρρο. Η
γριά έκλεισε την πόρτα και σαν τον πλησίασε, τον κοίταξε για λίγο με
θαυμασμό και απορία μαζί και χωρίς να δείξει τον παραμικρό φόβο, έσκασε
στα γέλια και τον ρώτησε με την τραχιά φωνή της: << Ένας
καλικάντζαρος νυχτιάτικα στο σπίτι μου! Τι να θέλει άραγε; >>
Αμέσως
εκείνη τη στιγμή ο μεταμφιεσμένος, έβγαλε από την τσέπη της στολής του
ένα χαρτί με μια μεγάλη μαύρη σφραγίδα στο κάτω μέρος κι άπλωσε το χέρι
του να της το δώσει. Σαν άπλωσε η γυναίκα και το δικό της χέρι να το
πάρει κι έσμιξε με το δικό του, τινάχτηκε πέρα γιατί ένιωσε τα νύχια του
να της σχίζουν το δέρμα και να τρέχει το αίμα στην παλάμη της
ακατάσχετα. << Τι θες, τέλος πάντων τέρας, από μένα; >>
του φώναξε κι άφησε το χαρτί να πέσει κάτω. Έβαλε ένα μακρόσυρτο γέλιο ο
καλικάντζαρος και της αποκρίθηκε με σκληρή σαν το ατσάλι φωνή του:
<< Να σταματήσεις, τις διηγήσεις! >> << Γιατί; Ποιος
τις φοβάται; >> τον ρώτησε νευριασμένη η γριά και πλησίασε το
σκαμνί που πάνω του άστραφτε η λάμα ενός εντυπωσιακού μαχαιριού.
<< Κανείς δεν μπορεί να με σταματήσει! >> συνέχισε κι έκανε
ένα βήμα προς το σκαμνί. Σαν κοίταξε το μαχαίρι, πρόσθεσε:
<< Συνεισφέρω στην ιστορική συνέχεια της πνευματικής μας
Παράδοσης κι έχω την πλήρη αποδοχή του κόσμου γι’ αυτό. Σαν έρχεται εδώ,
ακούει τα ξεχασμένα παραμύθια και τους ξεχασμένους θρύλους του και
ξαναγεννιέται. Χρωματίζεται ο χρόνος του και καταγράφεται στη
συνείδησή του το γαλάζιο χρώμα της ηρεμίας και της ελπίδας! >>
Έσκυψε
λίγο πάνω από το σκαμνί με το μαχαίρι και συμπλήρωσε: << Δεν
κατανοώ γιατί θέλετε σ’ αυτό το οργανωμένο πνευματικό χάος που’ χετε
φτιάξει να υποταχτώ κι εγώ! >>
Ο
μεταμφιεσμένος γραμματέας την άκουγε και σιωπούσε. Ήταν ανήσυχος και
φοβισμένος κι έδειχνε να ψάχνει κάτι με τα μάτια του. Φαίνεται γρήγορα
πως το βρήκε γιατί κινήθηκε με απαράμιλλη δεξιοτεχνία προς το τζάκι κι
έσκυψε να πάρει το σιδερένιο φτυαράκι και να της το φέρει στο κεφάλι. Η
γριά όμως διάβασε τη σκέψη του, τον πρόλαβε κι άρπαξε το μαχαίρι απ’ το
σκαμνί. Το ‘στρεψε με αποφασιστικότητα πάνω του και του φώναξε δυνατά :
<< Πίσω, γιατί θα πέσεις κάτω νεκρός! Πίσω! >>
Ο μεταμφιεσμένος έντρομος παραπάτησε και κινήθηκε όπως του είπε, προς τα
πίσω. Η γριά συνεχίζοντας να κρατά το μαχαίρι στο ύψος του προσώπου
του, τον ανάγκασε να περάσει ένα στενό διάδρομο βγάζοντάς τον έξω, στη
βορινή πλευρά του σπιτιού. Εκεί τον διέταξε ν’ ανεβεί την ξύλινη γέφυρα
του μικρού χειμάρρου που ένωνε το σπίτι με την απέναντι μεριά. Στη μέση
της γέφυρας ο μεταμφιεσμένος δείλιασε να προχωρήσει μέσα στο πυκνό
σκοτάδι και σταμάτησε.
Πλησίασε ύστερα τα ξύλινα προστατευτικά κάγκελα της γέφυρας κι αφού
στηρίχτηκε σ’ αυτά με τα νώτα, προσπάθησε με μια δυνατή κλωτσιά ν’
αποσπάσει το μαχαίρι απ’ το χέρι της γριάς. Το πόδι του βρήκε την άκρη
της λάμας, αλλά το σφιχτό κράτημα της γριάς, δεν του έδωσε τη χαρά της
απόσπασης. Και σαν να μην του έφτανε αυτή του η αποτυχία, άλλη μία
δυστυχώς που του ήρθε απροσδόκητα, τον έκανε να χάσει τη ζωή του. Τα
σάπια κάγκελα, δεν άντεξαν την μεγάλη πίεση που τους ασκήθηκαν με το
σώμα του σαν έδωσε την κλωτσιά κι έσπασαν! Ανήμπορος πια να κάνει
οτιδήποτε για να σωθεί ο μεταμφιεσμένος καλικάντζαρος της Άγιας Νύχτας,
έπεσε με πάταγο στο χείμαρρο και παρασύρθηκε από τα ορμητικά νερά του!
<<
Ουφ! το δαίμονα! Τον ξεφορτώθηκα το μασκαρά! >> μουρμούρισε
τρομοκρατημένη κι ανακουφισμένη μαζί η γριά κι έκανε το πρώτο της βήμα
για να μπει στο σπίτι.
Του Παν. Αντωνόπουλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου