Αναμφίβολα παιδί-θαύμα του σινεμά, ο Καΐλας ενσάρκωσε πονεμένους ρόλους και έζησε ώρες φτώχειας, ανέχειας και ξεριζωμού στο μεγάλο πανί, μεταφέροντας με την απροσχημάτιστη απλότητά του την αύρα μιας Ελλάδας που δεν υπάρχει πια.
Ανεπιτήδευτος υποκριτικά και χωρίς τυμπανοκρουσίες στο παίξιμό του, ο Καΐλας πλαισίωσε ιδανικά τους μεγάλους πρωταγωνιστές της εποχής μεταφέροντας σε κάθε ταινία λίγη από τη δική του αλήθεια, καθώς το σινεμά και το θέατρο τα αγάπησε ολόψυχα και τα υποστήριξε με συνέπεια και σεβασμό.
Ο μικρός αυτός αστέρας της ελληνικής ηθογραφίας έφτασε να έχει 117 ταινίες στο ενεργητικό του, έναν αριθμό που θα ζήλευαν πολλοί γνωστότεροι συνάδελφοί του. Κι όλα αυτά από ένα παιδάκι που εμφανίστηκε στο πανί πριν κλείσει καλά καλά τα 4 χρόνια ζωής, καθώς η τύχη ήταν από την αρχή με το μέρος του: ως γιος του θυρωρού στην πολυκατοικία που έμενε η Έλλη Λαμπέτη, ο Καΐλας μπήκε στο στόχαστρο του Μιχάλη Κακογιάννη από την πρώτη στιγμή που τον είδε στην καρέκλα του θυρωρού!
Την ώρα που η ελληνική οικογένεια προσπαθούσε να προσαρμοστεί από την τραγική Κατοχή και τα δύσκολα χρόνια του Εμφυλίου στη σύγχρονη εποχή της μεγάλης αστικοποίησης, ένα παιδί ανέλαβε το καθήκον να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη την οπτική των μικρών ηρώων, προδίδοντας τα ροδαλά όνειρα αλλά και τον χαμένο πια ρομαντισμό του παλιού εκείνου καιρού.
Να πώς περιγράφει παιχνιδιάρικα στην αυτοβιογραφία του κάποιους από τους ρόλους που ενσάρκωσε στα περισσότερα από τα 100 φιλμ της καριέρας του: «Σαν ένα παιδί μετράω τα πλάνα … Μια φορά κι ένα νερό, όλα ξεκίνησαν από ένα Μεγάλο Ψέμα, ένα ψεύτικο, περίεργο χαστούκι στο μάγουλο του κυρ-Γιάννη και ο μικρός Βασιλάκης έκλαψε. Το μικρό αδερφάκι της Μανταλένας, αλλά και της Λαφίνας. Ύστερα, έγινα αγωγιάτης της Αλίκης στο Ναυτικό, ο μικρός Αργύρης με την Βασιλειάδου Κυρά-Μαμή. Έπειτα, έγινα Λουστράκος, Εμποράκος, ένας Πολυτεχνίτης και Ερημοσπίτης. Έψαχνα για λίγη Στοργή τα Μεσάνυχτα στη Βίλλα Νέλλη, μαζί με τον Βέγγο, τον Τρελό Καμικάζι. Με την Γκέλυ Μαυροπούλου ήμασταν Κατατρεγμένοι της μοίρας και με την Άντζελα Ζήλια, το Κορίτσι του Πόνου κλάψαμε μαζί με τον Νίκο Ξανθόπουλο και την Μάρθα Βούρτση, γιατί Κάποτε κλαίνε και οι Δυνατοί».
«Παρακολούθησα την Ξεριζωμένη Γενιά κι Έκανα Πέτρα την Καρδιά μου κι έζησα Ταπεινός και Καταφρονεμένος ένα Όνειρο Απατηλό με την Οικογένεια Χωραφά. Τέλος, Πήρα το Πτυχίο μου από το Δάσκαλό μου με Αγάπη. Πάντα ένας Αγώνας χωρίς Τέλος. Σαν Ταξιδιώτης Χωρίς Αποσκευές, με Ένα Καπέλο γεμάτο Βροχή είδα το Μάγο του Οζ να μαγεύει παιδικές ψυχές και το Όνειρο του Σκιάχτρου ήταν να ζήσει τις Περιπέτειες του Τζιτζιρή. Πότε με τον Μπρεχτ, πότε με τον Σαίξπηρ, τον Ιονέσκο, τον Γκαίτε, τον Στάινμπεκ, τον Τέννεση Ουίλιαμς ή με τον Αριστοφάνη περιπλανήθηκα στα μονοπάτια του νου και της ψυχής και λούστηκα στα φώτα της ράμπας».
«Ήρθα και συνομίλησα με τον Παλαμά στα κανάλια της ΕΡΤ, πριν ανοίξω την πόρτα του studio και δώσω τη φωνή μου σε αγαπημένους παιδικούς ήρωες. Είναι αλήθεια πως δεν πρόλαβα να παίξω σαν παιδί. Όμως, η ζωή μ’ αντάμειψε μ’ έναν πλούτο ανέλπιστο αφού γνώρισα τη σύντροφο της ζωής μου»…
«Ο Γιάννης και η Μαρία, οι γονείς μου, εκείνα τα χρόνια τα έφερναν δύσκολα, όπως κι ο περισσότερος κόσμος. Έτσι λοιπόν, μετά τον ερχομό μου στη ζωή, το πρώτο πράγμα που αναζήτησαν ήταν μια στέγη. Μη φανταστείτε ότι ήθελαν να αγοράσουν σπίτι. Πού να βρουν τα λεφτά! Εκείνη την εποχή στις πολυκατοικίες των μεγαλοαστικών συνοικιών ζητούσαν θυρωρούς. Έτσι, άρπαξε την ευκαιρία ο Γιάννης και βρήκαμε σπίτι. Στο Σύνταγμα, παρακαλώ: οδός Βουλής 38».
«Η ιστορία του Βασιλάκη ξεκίνησε ξαφνικά. Από τη μία στιγμή στην άλλη. Όταν ήμουν τεσσάρων ετών, το 1957, είχα την τύχη να μένω με τους γονείς μου στην ίδια πολυκατοικία με την Έλλη Λαμπέτη και τον Δημήτρη Χορν. Μια μέρα, καθώς έπαιζα στην είσοδο της πολυκατοικίας, άνοιξα την πόρτα για να μπει ένας κύριος. Ήταν ο Κακογιάννης που είχε έρθει από το εξωτερικό για να γυρίσει την ταινία “Το τελευταίο ψέμα”. Με πλησίασε, με ρώτησε πώς με λένε και ανέβηκε έπειτα στο διαμέρισμα της Λαμπέτη. Εκεί, της είπε ότι συνάντησε στην είσοδο ένα αγοράκι, το οποίο ήθελε να παίξει στην ταινία που ετοίμαζαν. Της είπε ότι ήμουν κάτι ξεχωριστό. Έτσι κατέβηκαν μαζί κάτω, με βρήκαν και πήγαμε στον πατέρα μου για να του μιλήσουν. Τον έπεισαν κι έτσι έπαιξα για πρώτη φορά στο “Τελευταίο ψέμα”»!
Μετά το ντεμπούτο του, η εθνική μας κινηματογραφία είχε βρει το παιδί της. Την ίδια χρονιά εμφανίζεται στην «Κυρά μας τη Μαμή» (1958) του Αλέκου Σακελλάριου και στη συνέχεια κάνει ακόμα δύο ταινίες για λογαριασμό της Φίνος Φιλμ, τη «Μανταλένα» (1960) και τους «Μακρυκωσταίους και Κοντογιώργηδες» (1960)!
Η ταινία αποδεικνύεται σταθμός στην καριέρα του και καθιερώνει τον Καΐλα ως παιδί-θαύμα του ελληνικού σινεμά, εξασφαλίζοντάς του τουλάχιστον 10 χρόνια θεατρικής και κινηματογραφικής μακροημέρευσης αλλά και περισσότερες από 40 ταινίες! Ως «Λουστράκος», ο Καΐλας γίνεται ευρύτερα γνωστός και λειτουργεί ως αχτίδα ελπίδας και παράδειγμα προς μίμηση για την ελληνική κοινωνία: «Έγινα γνωστός και οι άνθρωποι με αναγνώριζαν. Εγώ δεν ήθελα δημοσιότητα. Ήμουν μικρό παιδί. Δεν μπορούσα να διαχειριστώ όλα αυτά που γίνονταν. Ήθελα την ησυχία μου. Με έβλεπαν στο δρόμο με τους γονείς μου και έλεγαν “ο κακόμοιρος ο Βασίλης”. Ο κόσμος τότε πείναγε, μιλάμε για φτώχεια και σε κάθε ταινία ταυτιζόταν και με έναν ηθοποιό. Τότε η κλάψα ήταν ο καθρέφτης της κοινωνίας. Έβλεπαν στην ταινία το φτωχό αγόρι, τον Βασιλάκη Μάρα να δουλεύει λουστράκος για ένα πιάτο φαΐ και τον αγώνα του να σπουδάσει για να γίνει γιατρός κι έπαιρναν παράδειγμα για να κάνουν το ίδιο».
Βέβαια, ταυτόχρονα με τη σπουδαία καριέρα του στην ελληνική showbiz, ο Βασιλάκης δεν παύει να είναι παιδί και να έχει σχολικές υποχρεώσεις, με τον χρόνο του να είναι πια λιγοστός και να μην μπορεί να χαρεί την ανεμελιά και το παιχνίδι της παιδικής ηλικίας: «Έπρεπε να πηγαίνω και σχολείο. Οι γονείς μου, που ήταν πάντα δίπλα μου, όπου και αν γίνονταν τα γυρίσματα, είχαν πάρει ειδική άδεια από το τότε υπουργείο Παιδείας κι έτσι πήγαινα σχολείο σε όποια περιοχή δούλευα. Έτσι τελείωσα το Δημοτικό και το εξατάξιο Γυμνάσιο, αλλά δεν συνέχισα. Είχα πλέον κουραστεί». Το 1967 θα έρθει ο δεύτερος πολύ μεγάλος ρόλος του, στον μοναδικό «Εμποράκο» με τον Κώστα Καρρά…
Ο Καΐλας αγαπήθηκε πολύ από τους μεγάλους πρωταγωνιστές μας και έζησε αμέτρητα κωμικοτραγικά περιστατικά δίπλα στους ανεπανάληπτους ηθοποιούς. Όπως διηγείται και ο ίδιος, στα γυρίσματα της «Μανταλένας» στην Αντίπαρο, όπου έπαιζε το μικρό αδελφάκι της Αλίκης Βουγιουκλάκη, περνούσε πολλές ώρες δίπλα στον μεγάλο Παντελή Ζερβό ψαρεύοντας: «Πήρα κλωστή και βελόνα που την τσάκισα, ψωμί και τυράκι που τα ζύμωσα για δόλωμα και την άλλη μέρα ναι ‘μαι πρώτος και καλύτερος στον μόλο. Όταν κατέφθασε ο Ζερβός με τα ράσα του να ανεμίζουν και το σκαμνάκι του στο χέρι, με ρώτησε “Τι κάνεις εκεί, ρε ζαγάρι;”. “Τι να κάνω; Ψαρεύω” του είπα με καμάρι. Έβαλε τα γέλια όταν αντιλήφθηκε με τι ψάρευα. Έλα, όμως, που τα γέλια τού βγήκαν ξινά, γιατί μέχρι να ρίξει την πετονιά του αυτός, εγώ είχα ανεβάσει με την κλωστή και τη βελόνα έναν τεράστιο κέφαλο!», παραθέτει στην αυτοβιογραφία του.
Πέρα από θέατρο και σινεμά, ο Καΐλας έπαιξε και στην τηλεόραση, όπου πρωτοεμφανίστηκε το 1965 στη γαλλική παραγωγή «L’extraodinaire Petros» και ακολούθησαν πλήθος σειρών, όπως οι «Λαϊκές ιστορίες από όλο τον κόσμο» (1982), «Όλη η δόξα, όλη η χάρη» (1988), «Κωστής Παλαμάς» (1992) κ.α.
Όσο για το σανίδι, συνέχισε να παίζει στο θέατρο μέχρι το 2002, μετρώντας πλήθος επιτυχιών. Στη συνέχεια ασχολήθηκε με θεατρικές επιχειρήσεις και μετά κόπων και βασάνων ίδρυσε το παιδαγωγικό επιμορφωτικό θέατρο, με το οποίο ανέβασε δεκάδες παραστάσεις με αγαπημένους ηθοποιούς, όπως ο Αλέκος Αλεξανδράκης, η Νόνικα Γαληνέα κ.ά. Το πάθος του με το θέατρο και η επιμονή του θα του στοιχίσουν ακριβά, αλλά για τον Καΐλα άλλος δρόμος δεν υπάρχει. «Γι’ αυτή την αγάπη μου έχασα πολλά λεφτά. Αλλά δεν το μετανιώνω».
Τον Νοέμβριο του 2013 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του «Ένα παιδί μετράει τα πλάνα», στην οποία καταγράφει τα παιδικά του χρόνια μέσα στα κινηματογραφικά πλατό και όλα όσα έζησε δίπλα στους σταρ της εποχής.
Στην προσωπική του ζωή, είναι εδώ και χρόνια παντρεμένος με την Άννα και έχει αποκτήσει μια κόρη. Το λατρεμένο παιδί του ελληνικού κινηματογράφου δουλεύει σήμερα μέσα στο στούντιο, τιμώντας πάντα τη δουλειά που κάνει: «Έχω την αίσθηση ότι την κάνω όσο πιο αξιοπρεπέστατα γίνεται. Δεν μπορώ να πω ότι καλλιτεχνικά με γεμίζει, διότι είναι μία δουλειά καθαρά για επιβίωση. Δεν είναι κάτι που μπορείς να προσφέρεις καλλιτεχνικά. Αλλά δυστυχώς, έτσι όπως έχουν γίνει σήμερα τα πράγματα, ποιος είναι αυτός που προσφέρει καλλιτεχνικά στις μέρες μας;»
http://www.tsoutsouni.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου