Με μια πρώτη εξέταση, η ρίζα του φυτού έχει μια ήπια, γλυκιά και γλοιώδη γεύση, ενδεικτική των μαλακτικών ιδιοτήτων του. Ωστόσο, μια πιο προσεκτική εξέταση της ρίζας αναδεικνύει τις στυπτικές και πικρές ιδιότητές της.
Αν και το περιεχόμενο των υδατανθράκων της ρίζας υπερτερεί, είναι πολλά περισσότερα από ένα κολλώδες βότανο. Οι δυτικοί βοτανολόγοι έχουν χρησιμοποιήσει εδώ και καιρό την κολλιτσίδα για τις μαλακτικές της ιδιότητες τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά καθώς και για τις καθαριστικές της ιδιότητες για το αίμα και το ουροποιητικό σύστημα.
Οι Κινέζοι, αν και αναγνώριζαν τις μαλακτικές ιδιότητες της κολλιτσίδας, τη βρήκαν πιο χρήσιμη για τη θεραπεία «θερμών» (yang) καταστάσεων. Οι εφιδρωτικές και διουρητικές ιδιότητές του φυτού το καθιστούν χρήσιμο στην εξάλειψη της υπερβολικής νευρικής ενέργειας και στην αποβολή των τοξινών μέσα από τον ιδρώτα. Οι Κινέζοι θεωρούσαν επίσης την κολλιτσίδα ως ένα ισχυρό αφροδισιακό.
Η πιο δημοφιλής δυτική χρήση της ρίζας της κολλιτσίδας είναι ως ένα βασικό συστατικό σε φόρμουλες καθαρισμού του αίματος. Αυτές οι φόρμουλες βασίζονται στην παραδοσιακή αρχή ότι τα διουρητικά και αλκαλικά βότανα εξουδετερώνουν τα οξέα και τις τοξίνες και τις αποβάλλουν γρηγορότερα. Ο πραγματικός μηχανισμός δράσης της ρίζας της κολλιτσίδας είναι πιο πιθανό ότι οφείλεται στο βλεννώδες περιεχόμενό της που αποτρέπει την απορρόφηση των τοξινών από το πεπτικό σύστημα, καθώς και στη διουρητική του επίδραση. Απορροφώντας τις τοξίνες από τις καταναλωμένες τροφές και τις τοξίνες που προκαλούνται από την εντερική χλωρίδα, οι κολλώδεις ίνες της εξαλείφουν τις πηγές πολλών τοξινών. Αυτό επιτρέπει στο σώμα να αυτοθεραπευθεί.
Έχει χρησιμοποιηθεί στην παραδοσιακή ιατρική για το έκζεμα, την ψωρίαση, τους πονόλαιμους, την αμυγδαλίτιδα, τα κρυολογήματα και την ιλαρά.
Οι υδατάνθρακες είναι το κύριο συστατικό της ρίζας της κολλιτσίδας. Η ινουλίνη αποτελεί το 40%- 50% των υδατανθράκων της ρίζας, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό υδατανθράκων αποτελείται από βλεννώδη συστατικά, διάφορους μονοσακχαρίτες και άμυλο. Οι υδατάνθρακες είναι υπεύθυνοι για τις μαλακτικές επιδράσεις της κολλιτσίδας και προσθέτουν περισσότερες ίνες στη διατροφή.
Οι ταννίνες που υπάρχουν στην κολλιτσίδα είναι υπεύθυνες για τη λεπτή στυπτική γεύση της και συμβάλλουν στη διουρητική της επίδραση.
Τα πτητικά έλαια (πολλά από τα οποία είναι όξινα ή φαινολικά), που υπάρχουν ιδιαίτερα στις φρέ¬σκιες ρίζες, συντελούν στις αποτοξινωτικές επιδράσεις του βοτάνου μέσω εφίδρωσης, καθώς και στις τονωτικές του επιδράσεις στο ουροποιητικό σύστημα. Λόγω του ότι οι Ιαπωνέζοι και οι Κινέζοι χρησιμοποιούν την κολλιτσίδα ως βασική τροφή, τρώνε τις φρέσκιες ρίζες. Στη Δύση, η κολλιτσίδα είναι αποξηραμένη, αλεσμένη και συχνά αποθηκεύεται πριν τη χρήση. Τα πτητικά έλαια στην αποξηραμένη ρίζα της κολλιτσίδας μειώνο¬νται σημαντικά, με αποτέλεσμα να χάνονται οι απο-τοξινωτικές της ιδιότητες μέσω εφίδρωσης, αλλά οι διουρητικές της επιδράσεις παραμένουν. Η κολλιτσίδα έχει επίσης ελαφρά βακτηριοστατική δράση λόγω της μικρής ποσότητας πολυολεφινών στα πτητικά έλαια. (Βακτηριοστατική είναι μια ουσία που είναι ικανή να εμποδίζει την ανάπτυξη ή την αναπαραγωγή των μικροβίων, σε αντίθεση με τις βακτηριοκτόνες ουσίες που είναι ικανές να σκοτώνουν τα μικρόβια).
Η κολλιτσίδα είναι ένα καθαριστικό βότανο (αποτοξινωτικό μέσω εφίδρωσης και διουρητικό) και η φύση της έχει δώσει ένα ισχυρό, ισορροπημένο προφίλ μετάλλων, για να αποκαταστήσει τα μέταλλα τα οποία φεύγουν από το σώμα μέσα από τις διαδικασίες κάθαρσης.
Η ρίζα της κολλιτσίδας έγινε πρόσφατα δημοφιλής ως μέρος για τον καρκίνο. Αν και εργαστηριακά τεστ και μελέτες σε ζώα έχουν δείξει κάποια δράση στη ρίζα της κολλιτσίδας, τα αποτελέσματα αυτά δεν έχουν επιβεβαιωθεί ακόμα σε ανθρώπινες μελέτες.
Ως βάμμα, 2-4 ml την ημέρα. Σε μορφή κάψουλας, 1-2 γραμμάρια αποξηραμένης ρίζας τρεις φορές την ημέρα.
Πηγη voicenews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου