Την τελευταία βδομάδα η κυβέρνηση Ολάντ υπέστη δύο σημαδιακές ήττες:
Πρώτα, μειοψήφησε στη γαλλική Γερουσία και απεσύρθη η διάταξη που νομιμοποιούσε την επέκταση του καθεστώτος «κατάστασης ανάγκης» που έχει επιβληθεί από τον περασμένο Νοέμβριο, ύστερα από το τρομοκρατικό χτύπημα του ISIS.
Εδώ υπάρχει μια είδηση που θα ήταν λάθος να αποδοθεί απλώς σε κομματικούς τακτικισμούς: τη διάταξη καταψήφισε η γκωλική πτέρυγα της Δεξιάς, όπου ο σκεπτικισμός για το μέλλον της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας είναι έντονος. Το «επεισόδιο» αυτό αποκαλύπτει ήδη ένα αξιόλογο ρήγμα στους κόλπους της γαλλικής ελίτ.
Σχεδόν ταυτόχρονα, ξέσπασε σαν ξαφνικό «μπουρίνι» ένα κίνημα που θυμίζει σε πολλά τις ελληνικές «πλατείες» του 2011 ή το ισπανικό «κίνημα των αγανακτισμένων» – που όπως όλοι ξέρουμε, στη μεν Ελλάδα σηματοδότησαν την ηγεμονική δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και την κοινοβουλευτική εδραίωση της Χρυσής Αυγής, στη δε Ισπανία το «ξεπέταγμα» του PODEMOS και τη συγκρότηση των Ciudadanos (κάτι σαν το δικό μας Ποτάμι). Το κίνημα αυτό αντιστέκεται στο νομοσχέδιο της κυβέρνησης Ολάντ για τις εργασιακές σχέσεις και το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του είναι η συμμετοχή της νεολαίας και μάλιστα της μαθητικής νεολαίας.
Πίσω από αυτή τη μάχη μπορεί να διακρίνει κανείς άλλο ένα ρήγμα στους κόλπους της γαλλικής ελίτ, που σε αυτή την περίπτωση αφορά τη συνολικότερη στρατηγική απάντησης στην κρίση. Η γαλλική οικονομία είναι σε παρατεταμένη κρίση και έχει χάσει καθαρά στον ανταγωνισμό με τη γερμανική. Η επιβολή στις αρχές του νέου αιώνα της «Ατζέντας 2010» (πρόγραμμα λιτότητας, με μείωση του κόστους για μισθούς, συντάξεις και κοινωνικό κράτος) από τον τότε Γερμανό καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ έδωσε τη γερμανική οικονομία ένα πλεονέκτημα ανταγωνιστικότητας. Η πλειονότητα της γαλλικής ελίτ έβγαλε σύντομα το συμπέρασμα ότι πρέπει «να το κάνει όπως η Γερμανία», ότι δηλαδή πρέπει να ακολουθήσει τη γερμανική συνταγή της λιτότητας. Ωστόσο, οι πολιτικοί και κοινωνικοί συσχετισμοί στη γαλλική κοινωνία δεν επέτρεψαν στη στρατηγική της λιτότητας να επιβληθεί ούτε «εγκαίρως» ούτε εις βάθος. Έλαχε στην κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος επί προεδρίας Ολάντ να επιχειρήσει την τελική της επιβολή.
Δεν είναι όμως όλες οι συγκυρίες ίδιες. Το εγχείρημα Ολάντ για «ολοκλήρωση» της στρατηγικής της λιτότητας έρχεται σε «λάθος στιγμή». Σε μια στιγμή που σωρεύονται τα σημάδια μιας νέας υποτροπής της παγκόσμιας κρίσης, με «εμπροσθοφυλακή» την κρίσης τις Αναδυόμενες οικονομίες. Η οποία -μεταξύ άλλων- δεν επιτρέπει ούτε στην «κραταιά» Γερμανία να βασίζεται στο συνδυασμό λιτότητας και εξαγωγικών επιδόσεων, καθώς η κρίση στις Αναδυόμενες μειώνει την παγκόσμια ζήτηση.
Έτσι, σε τμήμα της γαλλικής ελίτ αναπτύσσονται προβληματισμοί ότι «το παρακάναμε με τη λιτότητα», ότι αυτή η στρατηγική είναι αδιέξοδη και ότι χρειάζεται αλλαγή «μίγματος» οικονομικής πολιτικής. Ανάλογοι προβληματισμοί αναπτύσσονται και στη γερμανική ελίτ, καθώς τα θηριώδη εξωτερικά πλεονάσματα των προηγούμενων χρόνων, όταν οι εξαγωγικές επιδόσεις της γερμανικής οικονομίας έσπαγαν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, άρχισαν να κάμπτονται.
Το μεγάλο σοκ του προσφυγικού ανέδειξε μια άλλη στρατηγική αδυναμία, αυτή τη φορά καθαρά πολιτική, που όμως δεν είναι άσχετη με τη στρατηγική της λιτότητας: την αδυναμία διαχείρισης διεθνών κρίσεων. Η εικόνα ανυπαρξίας στιβαρού ευρωπαϊκού πολιτικού «κέντρου» στη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης δεν μπορεί να διασκεδαστεί από την -μετά… κόπων και βασάνων- απόφαση της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής, αφού αυτή στην πραγματικότητα απλώς «ξόρκισε» το πρόβλημα, μετατρέποντάς το σε διμερές ελληνο-τουρκικό ζήτημα…
Αφού, πάντως, η Ευρωπαϊκή Ένωση «μπάλωσε» όπως-όπως το προσφυγικό μετρώντας μεγάλες πολιτικές απώλειες, τώρα είναι αντιμέτωπη με τον πανικό του Brexit. Το ΟΧΙ προηγείται στις δημοσκοπήσεις για το βρετανικό δημοψήφισμα, και όλοι παραδέχονται ότι σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί και στην κάλπη, θα είναι το «εναρκτήριο λάκτισμα» για να ξηλωθεί ολόκληρο το ευρωπαϊκό «πουλόβερ»…
Μια άλλη «εστία» που σιγοκαίει είναι η Ιβηρική. Πρόσφατα το ΔΝΤ άνοιξε ξανά ζήτημα δημοσιονομικών αποκλίσεων για την Πορτογαλία, ενώ μόλις προχθές ο πρώην Ισπανός πρωθυπουργός κ. Ραχόι αποκάλυψε ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού του Ισπανικού κράτους «πετάει» προς το 6%, πράγμα που σημαίνει ότι θα απαιτηθεί νέο σκληρό πρόγραμμα λιτότητας. Στην Ιβηρική, τα κυβερνητικά πειράματα με συμμαχία Σοσιαλιστών και Αριστεράς, που στην Πορτογαλία υλοποιείται ήδη και στην Ισπανία είναι στο στάδιο των διερευνήσεων, δείχνουν ήδη ότι οι ελίτ των χωρών αυτών αρχίζουν να πειραματίζονται με μια άλλη στρατηγική.
Αν τα συγκεντρώσει κανείς όλα αυτά, να προσθέσει ότι από το ξεκίνημα της κρίσης το κρατικό και το ιδιωτικό χρέος αυξήθηκαν σημαντικά αντί να μειωθούν, ότι το κρατικό χρέος της Γαλλίας βαδίζει προς το 100%, της Ιταλίας έχει ξεπεράσει το 136%, του Βελγίου το 100% κ.λπ., ότι ο συνδυασμός αποπληθωρισμού και οικονομικής στασιμότητας – ύφεσης ταλαιπωρεί την ευρωπαϊκή οικονομία κ.λπ., τότε είναι παραπάνω από προφανές ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει στρατηγικό αδιέξοδο. Το οποίο δεν μπορεί να «ανατινάξει» το περιβόητο «μπαζούκα» του κ. Ντράγκι…
Γράφει ο Γεράσιμος Ταυρωπός
Πρώτα, μειοψήφησε στη γαλλική Γερουσία και απεσύρθη η διάταξη που νομιμοποιούσε την επέκταση του καθεστώτος «κατάστασης ανάγκης» που έχει επιβληθεί από τον περασμένο Νοέμβριο, ύστερα από το τρομοκρατικό χτύπημα του ISIS.
Εδώ υπάρχει μια είδηση που θα ήταν λάθος να αποδοθεί απλώς σε κομματικούς τακτικισμούς: τη διάταξη καταψήφισε η γκωλική πτέρυγα της Δεξιάς, όπου ο σκεπτικισμός για το μέλλον της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας είναι έντονος. Το «επεισόδιο» αυτό αποκαλύπτει ήδη ένα αξιόλογο ρήγμα στους κόλπους της γαλλικής ελίτ.
Σχεδόν ταυτόχρονα, ξέσπασε σαν ξαφνικό «μπουρίνι» ένα κίνημα που θυμίζει σε πολλά τις ελληνικές «πλατείες» του 2011 ή το ισπανικό «κίνημα των αγανακτισμένων» – που όπως όλοι ξέρουμε, στη μεν Ελλάδα σηματοδότησαν την ηγεμονική δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και την κοινοβουλευτική εδραίωση της Χρυσής Αυγής, στη δε Ισπανία το «ξεπέταγμα» του PODEMOS και τη συγκρότηση των Ciudadanos (κάτι σαν το δικό μας Ποτάμι). Το κίνημα αυτό αντιστέκεται στο νομοσχέδιο της κυβέρνησης Ολάντ για τις εργασιακές σχέσεις και το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του είναι η συμμετοχή της νεολαίας και μάλιστα της μαθητικής νεολαίας.
Πίσω από αυτή τη μάχη μπορεί να διακρίνει κανείς άλλο ένα ρήγμα στους κόλπους της γαλλικής ελίτ, που σε αυτή την περίπτωση αφορά τη συνολικότερη στρατηγική απάντησης στην κρίση. Η γαλλική οικονομία είναι σε παρατεταμένη κρίση και έχει χάσει καθαρά στον ανταγωνισμό με τη γερμανική. Η επιβολή στις αρχές του νέου αιώνα της «Ατζέντας 2010» (πρόγραμμα λιτότητας, με μείωση του κόστους για μισθούς, συντάξεις και κοινωνικό κράτος) από τον τότε Γερμανό καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ έδωσε τη γερμανική οικονομία ένα πλεονέκτημα ανταγωνιστικότητας. Η πλειονότητα της γαλλικής ελίτ έβγαλε σύντομα το συμπέρασμα ότι πρέπει «να το κάνει όπως η Γερμανία», ότι δηλαδή πρέπει να ακολουθήσει τη γερμανική συνταγή της λιτότητας. Ωστόσο, οι πολιτικοί και κοινωνικοί συσχετισμοί στη γαλλική κοινωνία δεν επέτρεψαν στη στρατηγική της λιτότητας να επιβληθεί ούτε «εγκαίρως» ούτε εις βάθος. Έλαχε στην κυβέρνηση του Σοσιαλιστικού Κόμματος επί προεδρίας Ολάντ να επιχειρήσει την τελική της επιβολή.
Δεν είναι όμως όλες οι συγκυρίες ίδιες. Το εγχείρημα Ολάντ για «ολοκλήρωση» της στρατηγικής της λιτότητας έρχεται σε «λάθος στιγμή». Σε μια στιγμή που σωρεύονται τα σημάδια μιας νέας υποτροπής της παγκόσμιας κρίσης, με «εμπροσθοφυλακή» την κρίσης τις Αναδυόμενες οικονομίες. Η οποία -μεταξύ άλλων- δεν επιτρέπει ούτε στην «κραταιά» Γερμανία να βασίζεται στο συνδυασμό λιτότητας και εξαγωγικών επιδόσεων, καθώς η κρίση στις Αναδυόμενες μειώνει την παγκόσμια ζήτηση.
Έτσι, σε τμήμα της γαλλικής ελίτ αναπτύσσονται προβληματισμοί ότι «το παρακάναμε με τη λιτότητα», ότι αυτή η στρατηγική είναι αδιέξοδη και ότι χρειάζεται αλλαγή «μίγματος» οικονομικής πολιτικής. Ανάλογοι προβληματισμοί αναπτύσσονται και στη γερμανική ελίτ, καθώς τα θηριώδη εξωτερικά πλεονάσματα των προηγούμενων χρόνων, όταν οι εξαγωγικές επιδόσεις της γερμανικής οικονομίας έσπαγαν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, άρχισαν να κάμπτονται.
Το μεγάλο σοκ του προσφυγικού ανέδειξε μια άλλη στρατηγική αδυναμία, αυτή τη φορά καθαρά πολιτική, που όμως δεν είναι άσχετη με τη στρατηγική της λιτότητας: την αδυναμία διαχείρισης διεθνών κρίσεων. Η εικόνα ανυπαρξίας στιβαρού ευρωπαϊκού πολιτικού «κέντρου» στη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης δεν μπορεί να διασκεδαστεί από την -μετά… κόπων και βασάνων- απόφαση της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής, αφού αυτή στην πραγματικότητα απλώς «ξόρκισε» το πρόβλημα, μετατρέποντάς το σε διμερές ελληνο-τουρκικό ζήτημα…
Αφού, πάντως, η Ευρωπαϊκή Ένωση «μπάλωσε» όπως-όπως το προσφυγικό μετρώντας μεγάλες πολιτικές απώλειες, τώρα είναι αντιμέτωπη με τον πανικό του Brexit. Το ΟΧΙ προηγείται στις δημοσκοπήσεις για το βρετανικό δημοψήφισμα, και όλοι παραδέχονται ότι σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί και στην κάλπη, θα είναι το «εναρκτήριο λάκτισμα» για να ξηλωθεί ολόκληρο το ευρωπαϊκό «πουλόβερ»…
Μια άλλη «εστία» που σιγοκαίει είναι η Ιβηρική. Πρόσφατα το ΔΝΤ άνοιξε ξανά ζήτημα δημοσιονομικών αποκλίσεων για την Πορτογαλία, ενώ μόλις προχθές ο πρώην Ισπανός πρωθυπουργός κ. Ραχόι αποκάλυψε ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού του Ισπανικού κράτους «πετάει» προς το 6%, πράγμα που σημαίνει ότι θα απαιτηθεί νέο σκληρό πρόγραμμα λιτότητας. Στην Ιβηρική, τα κυβερνητικά πειράματα με συμμαχία Σοσιαλιστών και Αριστεράς, που στην Πορτογαλία υλοποιείται ήδη και στην Ισπανία είναι στο στάδιο των διερευνήσεων, δείχνουν ήδη ότι οι ελίτ των χωρών αυτών αρχίζουν να πειραματίζονται με μια άλλη στρατηγική.
Αν τα συγκεντρώσει κανείς όλα αυτά, να προσθέσει ότι από το ξεκίνημα της κρίσης το κρατικό και το ιδιωτικό χρέος αυξήθηκαν σημαντικά αντί να μειωθούν, ότι το κρατικό χρέος της Γαλλίας βαδίζει προς το 100%, της Ιταλίας έχει ξεπεράσει το 136%, του Βελγίου το 100% κ.λπ., ότι ο συνδυασμός αποπληθωρισμού και οικονομικής στασιμότητας – ύφεσης ταλαιπωρεί την ευρωπαϊκή οικονομία κ.λπ., τότε είναι παραπάνω από προφανές ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει στρατηγικό αδιέξοδο. Το οποίο δεν μπορεί να «ανατινάξει» το περιβόητο «μπαζούκα» του κ. Ντράγκι…
Γράφει ο Γεράσιμος Ταυρωπός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου