Παρά τις αναμενόμενες δημόσιες δηλώσεις και την καλλιέργεια προσδοκιών για βελτίωση των διμερών σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας, οι πραγματικότητες επί του εδάφους προς το παρόν δεν επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο.
Γράφει ο Μιχαηλίδης Νίκος
Οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή σε συνδυασμό με τις μεγαλοϊδεατικές, αυταρχικές και τυχοδιωκτικές πολιτικές της Άγκυρας στο εσωτερικό και στον άμεσο περίγυρό της, συνεχίζουν να αποτελούν πρόκληση για τη σταθερότητα της περιοχής και για αυτό που οι αρμόδιες αμερικανικές ελίτ ορίζουν ως εθνικό τους συμφέρον. Η απόκλιση των συμφερόντων ΗΠΑ-Τουρκίας είναι ένα υπαρκτό ζήτημα που δημόσια πλέον το συζητούν στελέχη αμερικανικών think tanks αλλά και Τούρκοι σχολιαστές και αναλυτές. Η πρόσφατη εμπρηστική δήλωση στα τουρκικά ΜΜΕ του βουλευτή του ΑΚΡ Σαμίλ Ταγιάρ ότι το ΝΑΤΟ αποτελεί τρομοκρατική οργάνωση που απειλεί την Τουρκία, αποτελεί μια μικρή ένδειξη του κλίματος που επικρατεί στις διμερείς σχέσεις. Παρόλα αυτά, για ορισμένους Αμερικανούς σχεδιαστές πολιτικής η στενότερη συνεργασία των ΗΠΑ με την Τουρκία θα παραμείνει μια δελεαστική αλλά ουτοπική προοπτική. Τα στελέχη της κυβέρνησης του κ. Τραμπ που θα ασχοληθούν με την εξωτερική πολιτική και την πολιτική άμυνας και ασφάλειας, είναι αμφίβολο πλέον αν θα παραμείνουν εγκλωβισμένα στον παραδοσιακό μύθο περί «αμερικανοτουρκικής εταιρικής σχέσης» παρέχοντας νομιμοποίηση σε ένα αυταρχικό καθεστώς που υπονομεύει τα αμερικανικά συμφέροντα. Αυξάνονται οι φωνές στην Ουάσινγκτον που καλούν τους αρμοδίους να αναγνωρίσουν την έκταση των πραγματικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η κοινωνία και το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας και να κατευθύνουν την ενέργειά τους στην αντιμετώπιση του προβλήματος της συνεχούς διάβρωσης της δημοκρατίας, που οδηγεί σε περαιτέρω αποσταθεροποίηση τη γειτονική χώρα και αυξάνει τον κίνδυνο αστάθειας σε όλη την περιοχή. Παρά τις προσεκτικές δημόσιες τοποθετήσεις στελεχών της αμερικανικής διοίκησης, είναι πλέον κοινά αποδεκτό ότι Ουάσινγκτον και Άγκυρα διαφωνούν κάθετα σε στρατηγικής σημασίας ζητήματα που αφορούν τη Μέση Ανατολή. Η προσπάθεια των ΗΠΑ να περιθωριοποιήσουν το ισλαμικό κράτος (ISIS) μέσα από συνεργασίες με ομάδες στις οποίες περιλαμβάνεται και το κουρδικό YPG έχουν προκαλέσει πανικό στην Άγκυρα. Η σταδιακή νομιμοποίηση των κουρδικών ενόπλων ομάδων και του πλουραλιστικού, δημοκρατικού ιδεώδους που εκπροσωπούν, προκαλεί τριγμούς σε ένα καθεστώς που επί δεκαετίες στηρίχθηκε στη βίαιη καταστολή των κουρδικών αιτημάτων αλλά και των γενικότερων αιτημάτων εκδημοκρατισμού. Αυτή η περίπλοκη κατάσταση δεν φαίνεται να αλλάζει στο άμεσο μέλλον. Τουρκική εξωτερική πολιτική Η Τουρκία, σε συνεργασία με το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία, ενίσχυσε τζιχαντιστικές τρομοκρατικές ομάδες προκειμένου να ανατρέψειτ ον πρόεδρο της Συρίας Μ. Άσαντ και να εγκαταστήσει στη χώρα μια φιλοτουρκική σουνιτική κυβέρνηση. Έτσι θα έθετε υπό τον πλήρη έλεγχό της τους διαδρόμους διακίνησης φυσικού αερίου και πετρελαίου προς τη Μεσόγειο και την Ευρώπη αλλά και θα περιόριζε τις πιθανότητες αυτονόμησης των Κούρδων της βόρειας Συρίας. Η παρέμβαση όμως του Ιράν και της Ρωσίας καθώς και η καθοριστική αντίσταση και η αυξανόμενη διεθνής νομιμοποίηση των κουρδικών ενόπλων ομάδων της περιοχής, ανέκοψαν τις μεγαλοϊδεατικές τουρκικές επιδιώξεις. Η Τουρκία ταπεινωμένη, αναγκάστηκε να ευθυγραμμιστεί με τις ρωσικές πολιτικές προτεραιότητες, προσπαθώντας παράλληλα να εμποδίσει την περαιτέρω ενίσχυση των Κούρδων. Μετά από αυτή τη δραματική αλλαγή στρατοπέδου, η Σαουδική Αραβία κατηγόρησε ευθέως την Άγκυρα ότι πρόδωσε τη συμμαχία τους. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά στην ιστορία που οι τουρκικές πολιτικές ελίτ προδίδουν τους συμμάχους τους προκειμένου να διασώσουν τον εαυτό τους. Η τρέχουσα τουρκική εξωτερική πολιτική, που διαμορφώνεται και ασκείται υπό τον φόβο και την ανασφάλεια ενός αυταρχικού προέδρου, στοχεύει πρωτίστως στην ενδυνάμωση της θέσης του τουρκοσουνιτικού καθεστώτος στο εσωτερικό της χώρας. Ο αυξανόμενος αυταρχισμός του ΑΚΡ, οι διαδικασίες αλλαγής του πολιτειακού καθεστώτος, οι διώξεις κατά της δημοκρατικής αντιπολίτευσης και των ΜΜΕ, ο πόλεμος με το Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν (ΡΚΚ), η επέκταση αυτού του πολέμου στη Συρία καθώς και η διεθνής κρατική τουρκική εκστρατεία εναντίον του ισλαμιστή κληρικού Φετουλάχ Γκιουλέν είναι τμήματα της ίδιας πολιτικής ατζέντας. Το καθεστώς Ερντογάν προετοιμάζεται για μεγαλύτερης έκτασης πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του ΡΚΚ στο εσωτερικό της χώρας ενώ υπάρχουν πληροφορίες και για σχεδιαζόμενη επέμβαση στις βάσεις της οργάνωσης στο βόρειο Ιράκ περί τα τέλη Μαρτίου, πριν από το σχεδιαζόμενο δημοψήφισμα. Μια τέτοια επέμβαση, παρόμοια με αυτή στη βόρεια Συρία, θα πυροδοτήσει σφοδρές αντιδράσεις από διαφορετικές πλευρές. Επιπλέον ο σουνίτης πρόεδρος Ερντογάν, εκτός από την ενίσχυση της προσωπικής του εξουσίας, επιχειρεί, με βάση σεκταριστικά θρησκευτικά πρότυπα και αξίες, να αλλάξει ριζικά την Τουρκία και τον ρόλο της στον κόσμο. Η αυτοανακήρυξή του σε προστάτη των απανταχού μουσουλμάνων και η διαρκής κριτική του στην «κακή ιμπεριαλιστική Δύση» και ειδικά ο ανοιχτά εκφραζόμενος αντιαμερικανισμός του, είναι μέρος της προσπάθειάς του να νομιμοποιηθεί και να βρει διεθνή στηρίγματα σε χώρες και ακροατήρια όπου τα αντιδυτικά αισθήματα είναι έντονα. Σε πρόσφατο ταξίδι του σε χώρα της Αφρικής δεν έχασε την ευκαιρία να κατηγορήσει και πάλι τη Δύση για τις ανισότητες και τους πολέμους στον πλανήτη και να παρουσιάσει τη χώρα του ως δήθεν προστάτη των φτωχών και κατατρεγμένων του κόσμου. Παραβλέποντας βέβαια τις τρομακτικές ανισότητες, την ωμή βία και την καταστολή που το καθεστώς του έχει επιβάλλει στην ίδια του τη χώρα. Σε αυτή την αντιδυτική του υστερία ο Ερντογάν δεν είναι μόνος. Πολιτικό Ισλάμ και παραδοσιακοί Κεμαλιστές ταυτίζονται απόλυτα όσον αφορά τα άκρως αρνητικά αισθήματά τους έναντι της Ε.Ε και των ΗΠΑ λόγω της στάσης τους έναντι των Κουρδικών ομάδων στην περιοχή και της δίκαιης κριτικής τους στον πολιτικό αυταρχισμό και στην ωμή καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όλα τα παραπάνω θα συνεχίσουν να προκαλούν σοβαρές τριβές στις σχέσεις Ουάσινγκτον-Άγκυρας. Η άκρως σεκταριστική και διχαστική ρητορική Ερντογάν στο εσωτερικό της χώρας, η άμεση και έμμεση ενίσχυση των τζιχαντιστών, οι μαζικές συλλήψεις και φυλακίσεις αντιφρονούντων, η υπονόμευση της οικονομίας λόγω διαφθοράς και οι αντιδυτικές του κορώνες, ρίχνουν τους σπόρους μιας αιματηρής εμφύλιας σύγκρουσης. Η δημιουργία ενός αληθινά δημοκρατικού καθεστώτος στην Τουρκία και η επάνοδος στη σταθερότητα και στην ομαλότητα θα πάρει χρόνο και αναπόφευκτα θα απαιτήσει ανασχεδιασμό της αμερικανικής πολιτικής προς τη γειτονική χώρα. Αυτό προϋποθέτει αλλαγή του τρόπου με τον οποίο πολλοί αμερικανοί ιθύνοντες σκέφτονται και κατανοούν τις εσωτερικές δυναμικές και τη φυσιογνωμία της Τουρκίας καθώς και απαλλαγή από ορισμένους μύθους και παραδοχές οι οποίες κυριαρχούν στο πεδίο των αμερικανοτουρκικών σχέσεων μέχρι και σήμερα. Αμερικανικοί μύθοι και αδιέξοδα Μια σειρά από αμερικανικές κυβερνήσεις, Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, σκέφτονταν και δρούσαν στηριζόμενες σε μιαν υπερβολική πίστη στο ρόλο και στις δυνατότητες της Τουρκίας και στη βοήθεια που πίστευαν πως η Άγκυρα μπορούσε και επιθυμούσε να τους παράσχει στην αντιμετώπιση κρίσιμων γεωπολιτικών προκλήσεων. Αυτή η υπερβολική εμπιστοσύνη στο ρόλο, στις επιθυμίες και στις δυνατότητες της Τουρκίας οδήγησε πολλές φορές στην εξάντληση σημαντικού κεφαλαίου εκ μέρους της αμερικανικής διπλωματίας στην προσπάθειά της να κερδίσει την τουρκική συνεργασία και συμβολή, χωρίς τα επιθυμητά αποτελέσματα. Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, οποιαδήποτε απόπειρα της Ουάσινγκτον να απαλύνει τις φοβίες και τις ανασφάλειες του Ερντογάν για να δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας με το καθεστώς του, θα δυσχεράνει τις μεταξύ τους σχέσεις. Ακόμα και στην περίπτωση που οι ΗΠΑ αποφάσιζαν να ικανοποιήσουν τα δύο βασικά αιτήματα της τουρκικής κυβέρνησης, δηλαδή να εκδώσουν στην Τουρκία τον Φετουλάχ Γκιουλέν και να διακόψουν τη συνεργασία με το κουρδικό YPG στη Βόρεια Συρία, θα ήταν αφελές να προσδοκούν ότι ο Ερντογάν θα αλλάξει στάση. Ένα τέτοιο δώρο θα ενίσχυε το αυταρχικό καθεστώς και τον ίδιο προσωπικά, καθιστώντας τον περισσότερο αλαζονικό στο εσωτερικό αλλά και επιθετικό προς τον άμεσο διεθνή περίγυρό του. Αυτή η εξέλιξη θα υπέσκαπτε περαιτέρω τη σταθερότητα της γειτονικής χώρας και θα πυροδοτούσε μεγαλύτερες εντάσεις στη Μέση Ανατολή. Δεν είναι μόνο η έλλειψη επαρκών επιβαρυντικών στοιχείων και οι περίπλοκες νομικές διαδικασίες που δυσκολεύουν την έκδοση Γκιουλέν στην Άγκυρα. Παρά το ότι το δίκτυο του τούρκου ιμάμη έχει υποστεί σοβαρή ζημία και έχει χάσει σημαντικό μέρος της δύναμής του στο εσωτερικό της Τουρκίας, παραμένει ιδιαίτερα ισχυρό και με επιρροή σε αρκετές ισλαμικές χώρες. Το δίκτυο Γκιουλέν παρέχει δυνητικά στις ΗΠΑ ένα χρήσιμο εργαλείο επικοινωνίας και επιρροής σε τμήματα του ισλαμικού κόσμου. Έτσι η Ουάσινγκτον δεν έχει να κερδίσει πολιτικά από την παράδοση του ηγέτη και τη διάλυση του παγκόσμιου θεολογικού, κοινωνικού και πολιτικού του δικτύου. Επιπλέον στη μάχη κατά του ισλαμικού κράτους οι ΗΠΑ βλέπουν στην κουρδική οργάνωση YPG της βόρειας Συρίας έναν πιστό και αποτελεσματικό σύμμαχο τον οποίο δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν για να ικανοποιήσουν τα τουρκικά μαξιμαλιστικά αιτήματα. Έχει πλέον καταστεί σαφές ότι Ουάσινγκτον και Άγκυρα δεν μοιράζονται τις ίδιες αξίες και στρατηγικές προτεραιότητες. Έτσι δεν υπάρχει κάτι που οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να προσφέρουν στον Ερντογάν προκειμένου να τον καταστήσουν έναν λογικό και συνεργάσιμο εταίρο. Επιπλέον οι αμερικανοί ιθύνοντες θα πρέπει να απαλλαγούν από την ψευδαίσθηση ότι οι ΗΠΑ χρειάζονται την Τουρκία περισσότερο από ότι η τελευταία τις πρώτες. Μια τέτοια ψευδαίσθηση τις καθιστά όμηρο της τουρκικής αλαζονείας και του μεγαλοϊδεατισμού. Οι αμερικανοί αναλυτές φαίνεται πως άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι η αυξανόμενη ισχύς του Ερντογάν δεν ενισχύει αλλά υποσκάπτει τη σταθερότητα της Τουρκίας και τη δημοκρατική προοπτική της, ενώ παράλληλα μειώνει τις πιθανότητες η Άγκυρα να συμπεριφερθεί υπεύθυνα και με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο. Η νέα κυβέρνηση του κ. Τράμπ θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτό το ενοχλητικό τουρκικό παράδοξο γνωρίζοντας επιπλέον ότι η παρούσα συμμαχία ισλαμιστών και κεμαλιστών εθνικιστών δεν μπορεί να αποτελέσει έναν αξιόπιστο και αποτελεσματικό εταίρο στην αντιμετώπιση των προκλήσεων στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο. Πολιτικοί αναλυτές στις ΗΠΑ από τον χώρο των think tanks εκτιμούν ότι η χώρα τους δεν έχει πλέον την πολυτέλεια να θεωρεί την Τουρκία σύμμαχο, παρά τις περί του αντιθέτου δημόσιες δηλώσεις των αρμοδίων. Έτσι μια νέα αμερικανική πολιτική για την Τουρκία, ανάμεσα στα άλλα, θα επιχειρήσει να περιορίσει τις αρνητικές επιπτώσεις από την απόκλιση των αμερικανοτουρκικών συμφερόντων και να βοηθήσει την Τουρκία, όσο μπορεί, ώστε να μην οδηγηθεί σε περαιτέρω αστάθεια και τυχοδιωκτισμούς, παρασύροντας στο χάος τη δική της κοινωνία και ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Το αν η Ουάσινγκτον τα καταφέρει είναι κάτι που θα φανεί στους επόμενους μήνες. Ο κ. Νίκος Κ. Μιχαηλίδης είναι διδάκτωρ ανθρωπολογίας του πανεπιστημίου Princeton και έχει διεξάγει πολυετή επιτόπια έρευνα στην Τουρκία Πηγή «Το Βήμα»
Γράφει ο Μιχαηλίδης Νίκος
Οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή σε συνδυασμό με τις μεγαλοϊδεατικές, αυταρχικές και τυχοδιωκτικές πολιτικές της Άγκυρας στο εσωτερικό και στον άμεσο περίγυρό της, συνεχίζουν να αποτελούν πρόκληση για τη σταθερότητα της περιοχής και για αυτό που οι αρμόδιες αμερικανικές ελίτ ορίζουν ως εθνικό τους συμφέρον. Η απόκλιση των συμφερόντων ΗΠΑ-Τουρκίας είναι ένα υπαρκτό ζήτημα που δημόσια πλέον το συζητούν στελέχη αμερικανικών think tanks αλλά και Τούρκοι σχολιαστές και αναλυτές. Η πρόσφατη εμπρηστική δήλωση στα τουρκικά ΜΜΕ του βουλευτή του ΑΚΡ Σαμίλ Ταγιάρ ότι το ΝΑΤΟ αποτελεί τρομοκρατική οργάνωση που απειλεί την Τουρκία, αποτελεί μια μικρή ένδειξη του κλίματος που επικρατεί στις διμερείς σχέσεις. Παρόλα αυτά, για ορισμένους Αμερικανούς σχεδιαστές πολιτικής η στενότερη συνεργασία των ΗΠΑ με την Τουρκία θα παραμείνει μια δελεαστική αλλά ουτοπική προοπτική. Τα στελέχη της κυβέρνησης του κ. Τραμπ που θα ασχοληθούν με την εξωτερική πολιτική και την πολιτική άμυνας και ασφάλειας, είναι αμφίβολο πλέον αν θα παραμείνουν εγκλωβισμένα στον παραδοσιακό μύθο περί «αμερικανοτουρκικής εταιρικής σχέσης» παρέχοντας νομιμοποίηση σε ένα αυταρχικό καθεστώς που υπονομεύει τα αμερικανικά συμφέροντα. Αυξάνονται οι φωνές στην Ουάσινγκτον που καλούν τους αρμοδίους να αναγνωρίσουν την έκταση των πραγματικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η κοινωνία και το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας και να κατευθύνουν την ενέργειά τους στην αντιμετώπιση του προβλήματος της συνεχούς διάβρωσης της δημοκρατίας, που οδηγεί σε περαιτέρω αποσταθεροποίηση τη γειτονική χώρα και αυξάνει τον κίνδυνο αστάθειας σε όλη την περιοχή. Παρά τις προσεκτικές δημόσιες τοποθετήσεις στελεχών της αμερικανικής διοίκησης, είναι πλέον κοινά αποδεκτό ότι Ουάσινγκτον και Άγκυρα διαφωνούν κάθετα σε στρατηγικής σημασίας ζητήματα που αφορούν τη Μέση Ανατολή. Η προσπάθεια των ΗΠΑ να περιθωριοποιήσουν το ισλαμικό κράτος (ISIS) μέσα από συνεργασίες με ομάδες στις οποίες περιλαμβάνεται και το κουρδικό YPG έχουν προκαλέσει πανικό στην Άγκυρα. Η σταδιακή νομιμοποίηση των κουρδικών ενόπλων ομάδων και του πλουραλιστικού, δημοκρατικού ιδεώδους που εκπροσωπούν, προκαλεί τριγμούς σε ένα καθεστώς που επί δεκαετίες στηρίχθηκε στη βίαιη καταστολή των κουρδικών αιτημάτων αλλά και των γενικότερων αιτημάτων εκδημοκρατισμού. Αυτή η περίπλοκη κατάσταση δεν φαίνεται να αλλάζει στο άμεσο μέλλον. Τουρκική εξωτερική πολιτική Η Τουρκία, σε συνεργασία με το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία, ενίσχυσε τζιχαντιστικές τρομοκρατικές ομάδες προκειμένου να ανατρέψειτ ον πρόεδρο της Συρίας Μ. Άσαντ και να εγκαταστήσει στη χώρα μια φιλοτουρκική σουνιτική κυβέρνηση. Έτσι θα έθετε υπό τον πλήρη έλεγχό της τους διαδρόμους διακίνησης φυσικού αερίου και πετρελαίου προς τη Μεσόγειο και την Ευρώπη αλλά και θα περιόριζε τις πιθανότητες αυτονόμησης των Κούρδων της βόρειας Συρίας. Η παρέμβαση όμως του Ιράν και της Ρωσίας καθώς και η καθοριστική αντίσταση και η αυξανόμενη διεθνής νομιμοποίηση των κουρδικών ενόπλων ομάδων της περιοχής, ανέκοψαν τις μεγαλοϊδεατικές τουρκικές επιδιώξεις. Η Τουρκία ταπεινωμένη, αναγκάστηκε να ευθυγραμμιστεί με τις ρωσικές πολιτικές προτεραιότητες, προσπαθώντας παράλληλα να εμποδίσει την περαιτέρω ενίσχυση των Κούρδων. Μετά από αυτή τη δραματική αλλαγή στρατοπέδου, η Σαουδική Αραβία κατηγόρησε ευθέως την Άγκυρα ότι πρόδωσε τη συμμαχία τους. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά στην ιστορία που οι τουρκικές πολιτικές ελίτ προδίδουν τους συμμάχους τους προκειμένου να διασώσουν τον εαυτό τους. Η τρέχουσα τουρκική εξωτερική πολιτική, που διαμορφώνεται και ασκείται υπό τον φόβο και την ανασφάλεια ενός αυταρχικού προέδρου, στοχεύει πρωτίστως στην ενδυνάμωση της θέσης του τουρκοσουνιτικού καθεστώτος στο εσωτερικό της χώρας. Ο αυξανόμενος αυταρχισμός του ΑΚΡ, οι διαδικασίες αλλαγής του πολιτειακού καθεστώτος, οι διώξεις κατά της δημοκρατικής αντιπολίτευσης και των ΜΜΕ, ο πόλεμος με το Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν (ΡΚΚ), η επέκταση αυτού του πολέμου στη Συρία καθώς και η διεθνής κρατική τουρκική εκστρατεία εναντίον του ισλαμιστή κληρικού Φετουλάχ Γκιουλέν είναι τμήματα της ίδιας πολιτικής ατζέντας. Το καθεστώς Ερντογάν προετοιμάζεται για μεγαλύτερης έκτασης πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον του ΡΚΚ στο εσωτερικό της χώρας ενώ υπάρχουν πληροφορίες και για σχεδιαζόμενη επέμβαση στις βάσεις της οργάνωσης στο βόρειο Ιράκ περί τα τέλη Μαρτίου, πριν από το σχεδιαζόμενο δημοψήφισμα. Μια τέτοια επέμβαση, παρόμοια με αυτή στη βόρεια Συρία, θα πυροδοτήσει σφοδρές αντιδράσεις από διαφορετικές πλευρές. Επιπλέον ο σουνίτης πρόεδρος Ερντογάν, εκτός από την ενίσχυση της προσωπικής του εξουσίας, επιχειρεί, με βάση σεκταριστικά θρησκευτικά πρότυπα και αξίες, να αλλάξει ριζικά την Τουρκία και τον ρόλο της στον κόσμο. Η αυτοανακήρυξή του σε προστάτη των απανταχού μουσουλμάνων και η διαρκής κριτική του στην «κακή ιμπεριαλιστική Δύση» και ειδικά ο ανοιχτά εκφραζόμενος αντιαμερικανισμός του, είναι μέρος της προσπάθειάς του να νομιμοποιηθεί και να βρει διεθνή στηρίγματα σε χώρες και ακροατήρια όπου τα αντιδυτικά αισθήματα είναι έντονα. Σε πρόσφατο ταξίδι του σε χώρα της Αφρικής δεν έχασε την ευκαιρία να κατηγορήσει και πάλι τη Δύση για τις ανισότητες και τους πολέμους στον πλανήτη και να παρουσιάσει τη χώρα του ως δήθεν προστάτη των φτωχών και κατατρεγμένων του κόσμου. Παραβλέποντας βέβαια τις τρομακτικές ανισότητες, την ωμή βία και την καταστολή που το καθεστώς του έχει επιβάλλει στην ίδια του τη χώρα. Σε αυτή την αντιδυτική του υστερία ο Ερντογάν δεν είναι μόνος. Πολιτικό Ισλάμ και παραδοσιακοί Κεμαλιστές ταυτίζονται απόλυτα όσον αφορά τα άκρως αρνητικά αισθήματά τους έναντι της Ε.Ε και των ΗΠΑ λόγω της στάσης τους έναντι των Κουρδικών ομάδων στην περιοχή και της δίκαιης κριτικής τους στον πολιτικό αυταρχισμό και στην ωμή καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Όλα τα παραπάνω θα συνεχίσουν να προκαλούν σοβαρές τριβές στις σχέσεις Ουάσινγκτον-Άγκυρας. Η άκρως σεκταριστική και διχαστική ρητορική Ερντογάν στο εσωτερικό της χώρας, η άμεση και έμμεση ενίσχυση των τζιχαντιστών, οι μαζικές συλλήψεις και φυλακίσεις αντιφρονούντων, η υπονόμευση της οικονομίας λόγω διαφθοράς και οι αντιδυτικές του κορώνες, ρίχνουν τους σπόρους μιας αιματηρής εμφύλιας σύγκρουσης. Η δημιουργία ενός αληθινά δημοκρατικού καθεστώτος στην Τουρκία και η επάνοδος στη σταθερότητα και στην ομαλότητα θα πάρει χρόνο και αναπόφευκτα θα απαιτήσει ανασχεδιασμό της αμερικανικής πολιτικής προς τη γειτονική χώρα. Αυτό προϋποθέτει αλλαγή του τρόπου με τον οποίο πολλοί αμερικανοί ιθύνοντες σκέφτονται και κατανοούν τις εσωτερικές δυναμικές και τη φυσιογνωμία της Τουρκίας καθώς και απαλλαγή από ορισμένους μύθους και παραδοχές οι οποίες κυριαρχούν στο πεδίο των αμερικανοτουρκικών σχέσεων μέχρι και σήμερα. Αμερικανικοί μύθοι και αδιέξοδα Μια σειρά από αμερικανικές κυβερνήσεις, Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, σκέφτονταν και δρούσαν στηριζόμενες σε μιαν υπερβολική πίστη στο ρόλο και στις δυνατότητες της Τουρκίας και στη βοήθεια που πίστευαν πως η Άγκυρα μπορούσε και επιθυμούσε να τους παράσχει στην αντιμετώπιση κρίσιμων γεωπολιτικών προκλήσεων. Αυτή η υπερβολική εμπιστοσύνη στο ρόλο, στις επιθυμίες και στις δυνατότητες της Τουρκίας οδήγησε πολλές φορές στην εξάντληση σημαντικού κεφαλαίου εκ μέρους της αμερικανικής διπλωματίας στην προσπάθειά της να κερδίσει την τουρκική συνεργασία και συμβολή, χωρίς τα επιθυμητά αποτελέσματα. Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, οποιαδήποτε απόπειρα της Ουάσινγκτον να απαλύνει τις φοβίες και τις ανασφάλειες του Ερντογάν για να δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας με το καθεστώς του, θα δυσχεράνει τις μεταξύ τους σχέσεις. Ακόμα και στην περίπτωση που οι ΗΠΑ αποφάσιζαν να ικανοποιήσουν τα δύο βασικά αιτήματα της τουρκικής κυβέρνησης, δηλαδή να εκδώσουν στην Τουρκία τον Φετουλάχ Γκιουλέν και να διακόψουν τη συνεργασία με το κουρδικό YPG στη Βόρεια Συρία, θα ήταν αφελές να προσδοκούν ότι ο Ερντογάν θα αλλάξει στάση. Ένα τέτοιο δώρο θα ενίσχυε το αυταρχικό καθεστώς και τον ίδιο προσωπικά, καθιστώντας τον περισσότερο αλαζονικό στο εσωτερικό αλλά και επιθετικό προς τον άμεσο διεθνή περίγυρό του. Αυτή η εξέλιξη θα υπέσκαπτε περαιτέρω τη σταθερότητα της γειτονικής χώρας και θα πυροδοτούσε μεγαλύτερες εντάσεις στη Μέση Ανατολή. Δεν είναι μόνο η έλλειψη επαρκών επιβαρυντικών στοιχείων και οι περίπλοκες νομικές διαδικασίες που δυσκολεύουν την έκδοση Γκιουλέν στην Άγκυρα. Παρά το ότι το δίκτυο του τούρκου ιμάμη έχει υποστεί σοβαρή ζημία και έχει χάσει σημαντικό μέρος της δύναμής του στο εσωτερικό της Τουρκίας, παραμένει ιδιαίτερα ισχυρό και με επιρροή σε αρκετές ισλαμικές χώρες. Το δίκτυο Γκιουλέν παρέχει δυνητικά στις ΗΠΑ ένα χρήσιμο εργαλείο επικοινωνίας και επιρροής σε τμήματα του ισλαμικού κόσμου. Έτσι η Ουάσινγκτον δεν έχει να κερδίσει πολιτικά από την παράδοση του ηγέτη και τη διάλυση του παγκόσμιου θεολογικού, κοινωνικού και πολιτικού του δικτύου. Επιπλέον στη μάχη κατά του ισλαμικού κράτους οι ΗΠΑ βλέπουν στην κουρδική οργάνωση YPG της βόρειας Συρίας έναν πιστό και αποτελεσματικό σύμμαχο τον οποίο δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν για να ικανοποιήσουν τα τουρκικά μαξιμαλιστικά αιτήματα. Έχει πλέον καταστεί σαφές ότι Ουάσινγκτον και Άγκυρα δεν μοιράζονται τις ίδιες αξίες και στρατηγικές προτεραιότητες. Έτσι δεν υπάρχει κάτι που οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να προσφέρουν στον Ερντογάν προκειμένου να τον καταστήσουν έναν λογικό και συνεργάσιμο εταίρο. Επιπλέον οι αμερικανοί ιθύνοντες θα πρέπει να απαλλαγούν από την ψευδαίσθηση ότι οι ΗΠΑ χρειάζονται την Τουρκία περισσότερο από ότι η τελευταία τις πρώτες. Μια τέτοια ψευδαίσθηση τις καθιστά όμηρο της τουρκικής αλαζονείας και του μεγαλοϊδεατισμού. Οι αμερικανοί αναλυτές φαίνεται πως άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι η αυξανόμενη ισχύς του Ερντογάν δεν ενισχύει αλλά υποσκάπτει τη σταθερότητα της Τουρκίας και τη δημοκρατική προοπτική της, ενώ παράλληλα μειώνει τις πιθανότητες η Άγκυρα να συμπεριφερθεί υπεύθυνα και με σεβασμό στο διεθνές δίκαιο. Η νέα κυβέρνηση του κ. Τράμπ θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτό το ενοχλητικό τουρκικό παράδοξο γνωρίζοντας επιπλέον ότι η παρούσα συμμαχία ισλαμιστών και κεμαλιστών εθνικιστών δεν μπορεί να αποτελέσει έναν αξιόπιστο και αποτελεσματικό εταίρο στην αντιμετώπιση των προκλήσεων στη Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο. Πολιτικοί αναλυτές στις ΗΠΑ από τον χώρο των think tanks εκτιμούν ότι η χώρα τους δεν έχει πλέον την πολυτέλεια να θεωρεί την Τουρκία σύμμαχο, παρά τις περί του αντιθέτου δημόσιες δηλώσεις των αρμοδίων. Έτσι μια νέα αμερικανική πολιτική για την Τουρκία, ανάμεσα στα άλλα, θα επιχειρήσει να περιορίσει τις αρνητικές επιπτώσεις από την απόκλιση των αμερικανοτουρκικών συμφερόντων και να βοηθήσει την Τουρκία, όσο μπορεί, ώστε να μην οδηγηθεί σε περαιτέρω αστάθεια και τυχοδιωκτισμούς, παρασύροντας στο χάος τη δική της κοινωνία και ολόκληρη τη Μέση Ανατολή. Το αν η Ουάσινγκτον τα καταφέρει είναι κάτι που θα φανεί στους επόμενους μήνες. Ο κ. Νίκος Κ. Μιχαηλίδης είναι διδάκτωρ ανθρωπολογίας του πανεπιστημίου Princeton και έχει διεξάγει πολυετή επιτόπια έρευνα στην Τουρκία Πηγή «Το Βήμα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου