Εκφρασμένη άποψη του γράφοντος είναι ότι η αποστολή του νέου Αμερικανού προέδρου, ως επιλογή του «σιωπηλού κατεστημένου» των Ηνωμένων Πολιτειών,
Του Δρ. Κωνσταντίνου Γρίβα
είναι να εφαρμόσει ένα νεοβαστφαλιανό μοντέλο εξωτερικής πολιτικής που θα βασίζεται στο «διαίρει και βασίλευε», έτσι ώστε να αποσυσπειρώσει την Ευρασία και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας ενιαίας δύναμης σε αυτήν. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας εντάσσεται και η πολυδιαφημισμένη προσέγγιση της Ρωσίας από τον νέο ένοικο του Λευκού Οίκου, με σκοπό να διασπαστεί ο σινορωσικός άξονας. Ωστόσο, ενδέχεται τα πράγματα να μην είναι ακριβώς έτσι. Η γεωπολιτική πραγματικότητα είναι εξαιρετικά σύνθετη και πολύπλοκη ώστε να χωράει σε παρόμοια απλουστευτικά μοντέλα. Έτσι λοιπόν, θα εξετάσουμε δύο παράγοντες που καθιστούν την μισαλλόδοξη εχθρότητα προς τη Ρωσία περίπου αναγκαία για τη μακρόπνοη αμερικανική γεωστρατηγική αλλά και την υπερσυστημική δομή στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες λειτουργούν ως γεωπολιτικό μέγεθος, κυρίαρχο κομμάτι της οποίας είναι το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Η ανάγκη για διπλή ανάσχεση της Ρωσίας Καταρχάς λοιπόν, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η αποσυσπείρωση της Ευρασίας οφείλει να στοχεύει προς όλες τις κατευθύνσεις. Με άλλα λόγια, δεν έχει νόημα μια διάσπαση του σινορωσικού άξονα, που η νέα ηγεσία της Ουάσιγκτον ευελπιστεί να επιτύχει δια της προσέγγισης με τη Μόσχα, αν η προσέγγιση αυτή οδηγήσει ταυτοχρόνως σε μια εξομάλυνση των σχέσεων Δυτικής Ευρώπης και Ρωσίας. Άρα, η πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Μόσχας πρέπει να έχει δύο πρόσωπα. Και το φιλικό και το εχθρικό, με το δεύτερο να αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα του πρώτου. Το κατά πόσον αυτό είναι εύκολο ή έστω δυνατόν να επιτευχθεί είναι μια άλλη ιστορία αλλά αυτή είναι η βασική απαίτηση. Άρα λοιπόν, θα πρέπει μάλλον να αναμένουμε μια πολιτική Ιανού από πλευράς των Ηνωμένων Πολιτειών προς τη Μόσχα. Και το βλοσυρό πρόσωπο της Ουάσιγκτον έναντι της Ρωσίας θα πρέπει εξ αντικειμένου να βασιστεί σε έναν μισαλλόδοξο αντιρωσισμό. Και αυτό γιατί δεν υπάρχει πλέον ο οικονομικός και πολιτικοοικονομικός δυισμός του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ του καπιταλιστικού κόσμου και του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, που εξασφάλιζε εκ των πραγμάτων το συγκρουσιακό περιβάλλον μεταξύ «Δύσης» και «Ανατολής». Για να επιτευχθεί σήμερα αυτός ο διαχωρισμός θα πρέπει να δαιμονοποιηθεί η Ρωσία αυτή καθεαυτή και αυτό θα συνεχιστεί και επί εποχής Τραμπ, ακόμη και αν όντως οι ΗΠΑ επιδιώξουν να υλοποιήσουν μια νεοβεστφαλιανή πολιτική, στο πλαίσιο της οποίας θα επιχειρηθεί κάποιας μορφής προσέγγιση με τη Ρωσία. Η προσπάθεια της Δύσης να κρατήσει παγωμένη στο χρόνο τη στιγμή της νίκης επί του υπαρκτού σοσιαλισμού Ο άλλος παράγοντας που ωθεί τη Δύση σε μια μισαλλόδοξη εχθρότητα έναντι της Ρωσίας είναι υπερσυστημικός και σε σημαντικό βαθμό βρίσκεται εκτός των ορίων παρέμβασης και επιλογών της όποιας αμερικανικής ηγεσίας. Συγκεκριμένα, οι Ηνωμένες Πολιτείες λειτουργούν σε ένα παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό σύστημα το οποίο μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του Υπαρκτού Σοσιαλισμού έπαψε να είναι ένα γενικό και ρευστό σύνολο κανόνων και αρχών όσον αφορά την πολιτική και οικονομική λειτουργία των χωρών και απόκτησε ένα συμπαγές και άκαμπτο σχήμα, ενδεδυμένο το μανδύα του νικητή του Ψυχρού Πολέμου και «δικαιωμένο» από την Ιστορία. Η αντίληψη, λοιπόν, περί του «Τέλους της Ιστορίας» αποτέλεσε υπαρξιακό κομμάτι της ευρύτερης οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας που διαμορφώθηκε με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Μιας πραγματικότητας που επεχείρησε να παγώσει τον χρόνο και να διατηρήσει αιώνια ζωντανή τη στιγμή του θριάμβου της. Κατά συνέπεια, αφού ο καπιταλισμός έπρεπε να διατηρήσει παγωμένη στον χρόνο αυτήν τη στιγμή της «τελικής νίκης», η Ρωσία «όφειλε» να φέρεται εσαεί ως νικημένη χώρα, που θα πρέπει να υπακούει αδιαμαρτύρητα στις προσταγές των «νικητών» και φυσικά να μην επανακάμψει ποτέ. Από τη στιγμή που δεν λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο, αυτομάτως ενεργοποιεί την εχθρότητα της Δύσης προς αυτήν, μιας και ξαναθέτει σε κίνηση την ιστορική εξέλιξη και κατά συνέπεια σπάει το εύθραυστο κρύσταλλο της παγωμένης στον χρόνο στιγμής του δυτικού θριάμβου. Εν κατακλείδι, η παθολογική και μισαλλόδοξη εχθρότητα της Δύσης προς τη Ρωσία, από τη μία είναι μέρος της μακρόπνοης «ορθολογικής» στρατηγικής των ΗΠΑ όσον αφορά τη διαχείριση της Ευρασίας, ενώ από την άλλη ενδέχεται να αποτελεί μια, ανορθολογική μεν αναπόφευκτη δε, εκδήλωση της υπερσυστημικής γεωπολιτικής δομής που κυριάρχησε στον κόσμο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η οποία προσπαθεί να διαιωνίσει την ύπαρξή της δια του παγώματος του ιστορικού χρόνου. Είναι δεδομένο ότι αυτό δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ. Και όταν οι άνθρωποι κατανοήσουν ότι η Ιστορία δεν σταματάει, για την ακρίβεια δεν έχει σταματήσει ότι για ένα δευτερόλεπτο από τότε που επήλθε το «τέλος» της μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε τι δυνάμεις θα εμφανιστούν στο προσκήνιο. (*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το κείμενο αυτό, είχε δημοσιευτεί στο τεύχος 367 του περιοδικού «Επίκαιρα»
Του Δρ. Κωνσταντίνου Γρίβα
είναι να εφαρμόσει ένα νεοβαστφαλιανό μοντέλο εξωτερικής πολιτικής που θα βασίζεται στο «διαίρει και βασίλευε», έτσι ώστε να αποσυσπειρώσει την Ευρασία και να αποφευχθεί το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας ενιαίας δύναμης σε αυτήν. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας εντάσσεται και η πολυδιαφημισμένη προσέγγιση της Ρωσίας από τον νέο ένοικο του Λευκού Οίκου, με σκοπό να διασπαστεί ο σινορωσικός άξονας. Ωστόσο, ενδέχεται τα πράγματα να μην είναι ακριβώς έτσι. Η γεωπολιτική πραγματικότητα είναι εξαιρετικά σύνθετη και πολύπλοκη ώστε να χωράει σε παρόμοια απλουστευτικά μοντέλα. Έτσι λοιπόν, θα εξετάσουμε δύο παράγοντες που καθιστούν την μισαλλόδοξη εχθρότητα προς τη Ρωσία περίπου αναγκαία για τη μακρόπνοη αμερικανική γεωστρατηγική αλλά και την υπερσυστημική δομή στην οποία οι Ηνωμένες Πολιτείες λειτουργούν ως γεωπολιτικό μέγεθος, κυρίαρχο κομμάτι της οποίας είναι το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Η ανάγκη για διπλή ανάσχεση της Ρωσίας Καταρχάς λοιπόν, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η αποσυσπείρωση της Ευρασίας οφείλει να στοχεύει προς όλες τις κατευθύνσεις. Με άλλα λόγια, δεν έχει νόημα μια διάσπαση του σινορωσικού άξονα, που η νέα ηγεσία της Ουάσιγκτον ευελπιστεί να επιτύχει δια της προσέγγισης με τη Μόσχα, αν η προσέγγιση αυτή οδηγήσει ταυτοχρόνως σε μια εξομάλυνση των σχέσεων Δυτικής Ευρώπης και Ρωσίας. Άρα, η πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Μόσχας πρέπει να έχει δύο πρόσωπα. Και το φιλικό και το εχθρικό, με το δεύτερο να αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα του πρώτου. Το κατά πόσον αυτό είναι εύκολο ή έστω δυνατόν να επιτευχθεί είναι μια άλλη ιστορία αλλά αυτή είναι η βασική απαίτηση. Άρα λοιπόν, θα πρέπει μάλλον να αναμένουμε μια πολιτική Ιανού από πλευράς των Ηνωμένων Πολιτειών προς τη Μόσχα. Και το βλοσυρό πρόσωπο της Ουάσιγκτον έναντι της Ρωσίας θα πρέπει εξ αντικειμένου να βασιστεί σε έναν μισαλλόδοξο αντιρωσισμό. Και αυτό γιατί δεν υπάρχει πλέον ο οικονομικός και πολιτικοοικονομικός δυισμός του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ του καπιταλιστικού κόσμου και του Υπαρκτού Σοσιαλισμού, που εξασφάλιζε εκ των πραγμάτων το συγκρουσιακό περιβάλλον μεταξύ «Δύσης» και «Ανατολής». Για να επιτευχθεί σήμερα αυτός ο διαχωρισμός θα πρέπει να δαιμονοποιηθεί η Ρωσία αυτή καθεαυτή και αυτό θα συνεχιστεί και επί εποχής Τραμπ, ακόμη και αν όντως οι ΗΠΑ επιδιώξουν να υλοποιήσουν μια νεοβεστφαλιανή πολιτική, στο πλαίσιο της οποίας θα επιχειρηθεί κάποιας μορφής προσέγγιση με τη Ρωσία. Η προσπάθεια της Δύσης να κρατήσει παγωμένη στο χρόνο τη στιγμή της νίκης επί του υπαρκτού σοσιαλισμού Ο άλλος παράγοντας που ωθεί τη Δύση σε μια μισαλλόδοξη εχθρότητα έναντι της Ρωσίας είναι υπερσυστημικός και σε σημαντικό βαθμό βρίσκεται εκτός των ορίων παρέμβασης και επιλογών της όποιας αμερικανικής ηγεσίας. Συγκεκριμένα, οι Ηνωμένες Πολιτείες λειτουργούν σε ένα παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό σύστημα το οποίο μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του Υπαρκτού Σοσιαλισμού έπαψε να είναι ένα γενικό και ρευστό σύνολο κανόνων και αρχών όσον αφορά την πολιτική και οικονομική λειτουργία των χωρών και απόκτησε ένα συμπαγές και άκαμπτο σχήμα, ενδεδυμένο το μανδύα του νικητή του Ψυχρού Πολέμου και «δικαιωμένο» από την Ιστορία. Η αντίληψη, λοιπόν, περί του «Τέλους της Ιστορίας» αποτέλεσε υπαρξιακό κομμάτι της ευρύτερης οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας που διαμορφώθηκε με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Μιας πραγματικότητας που επεχείρησε να παγώσει τον χρόνο και να διατηρήσει αιώνια ζωντανή τη στιγμή του θριάμβου της. Κατά συνέπεια, αφού ο καπιταλισμός έπρεπε να διατηρήσει παγωμένη στον χρόνο αυτήν τη στιγμή της «τελικής νίκης», η Ρωσία «όφειλε» να φέρεται εσαεί ως νικημένη χώρα, που θα πρέπει να υπακούει αδιαμαρτύρητα στις προσταγές των «νικητών» και φυσικά να μην επανακάμψει ποτέ. Από τη στιγμή που δεν λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο, αυτομάτως ενεργοποιεί την εχθρότητα της Δύσης προς αυτήν, μιας και ξαναθέτει σε κίνηση την ιστορική εξέλιξη και κατά συνέπεια σπάει το εύθραυστο κρύσταλλο της παγωμένης στον χρόνο στιγμής του δυτικού θριάμβου. Εν κατακλείδι, η παθολογική και μισαλλόδοξη εχθρότητα της Δύσης προς τη Ρωσία, από τη μία είναι μέρος της μακρόπνοης «ορθολογικής» στρατηγικής των ΗΠΑ όσον αφορά τη διαχείριση της Ευρασίας, ενώ από την άλλη ενδέχεται να αποτελεί μια, ανορθολογική μεν αναπόφευκτη δε, εκδήλωση της υπερσυστημικής γεωπολιτικής δομής που κυριάρχησε στον κόσμο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και η οποία προσπαθεί να διαιωνίσει την ύπαρξή της δια του παγώματος του ιστορικού χρόνου. Είναι δεδομένο ότι αυτό δεν μπορεί να κρατήσει για πολύ. Και όταν οι άνθρωποι κατανοήσουν ότι η Ιστορία δεν σταματάει, για την ακρίβεια δεν έχει σταματήσει ότι για ένα δευτερόλεπτο από τότε που επήλθε το «τέλος» της μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, είναι πολύ ενδιαφέρον να δούμε τι δυνάμεις θα εμφανιστούν στο προσκήνιο. (*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το κείμενο αυτό, είχε δημοσιευτεί στο τεύχος 367 του περιοδικού «Επίκαιρα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου