Σκηνικό τύπου κρίσης 1987 προαναγγέλλει ευθέως από χθες με απόλυτη σοβαρότητα επισήμως η Τουρκία δια του υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου. Και, μάλιστα, αυτή τη φορά, ο αποδέκτης της απειλής δεν είναι ένας, αλλά δύο: και η Κύπρος και η Ελλάδα. Η πρώτη, που ρητά αναφέρθηκε από τον κ. Νταβούτογλου για τις προγραμματισμένες υποθαλάσσιες ενεργειακές έρευνες του ερχόμενου Οκτωβρίου και, η δεύτερη, που δεν αναφέρθηκε, για την υπό συζήτηση κήρυξη της Α.Ο.Ζ.
Τόσο το αντικείμενο όσο και η στιγμή στην οποία εκτοξεύονται αυτές οι απειλές, τις καθιστούν εντελώς διαφορετικής τάξεως από τις συνηθισμένες. Γι' αυτό και τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος πρέπει να τις λάβουν πάρα πολύ σοβαρά υπόψη τους και, αν προχωρήσουν, να είναι έτοιμες για όλα τα ενδεχόμενα.
Αυτό, σε καμία περίπτωση δε σημαίνει ότι η Αθήνα και η Λευκωσία πρέπει να κάνουν πίσω. Σημαίνει όμως ότι δεν πρέπει να κάνουν το βήμα μπροστά αν δεν έχουν προετοιμαστεί με αποφασιστικότητα για το ενδεχόμενο η Τουρκία να προκαλέσει όχι απλώς ένα επεισόδιο, αλλά μείζονα κρίση. Γιατί, αυτή τη στιγμή, έχει πολύ σημαντικούς λόγους να πιστεύει ότι μπορεί να το πράξει.
Ο πρώτος και κύριος λόγος είναι ότι θέλει πάση θυσία να αποτρέψει το ενδεχόμενο αξιοποίησης των όποιων ενεργειακών πόρων κρύβουν αυτές οι θαλάσσιες περιοχές από την Ελλάδα και την Κύπρο: για την Αγκυρα, κάτι τέτοιο αποτελεί πραγματικό κι όχι απλώς λεκτικό casus belli.
Το 1987, η Τουρκία ανάγκασε την Ελλάδα να αποποιηθεί και τις έρευνες και τα 12 μίλια: αυτή είναι η πραγματικότητα, όσο κι αν θέλουμε να την ωραιοποιούμε. Και μάλιστα, με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου που η ρητορική του ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη του σημερινού πρωθυπουργού και υιού του, Γιώργου Παπανδρέου…
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η συγκυρία «σπρώχνει» την Τουρκία στα άκρα, καθώς, προφανώς αξιολογεί ότι η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε κατάσταση σοβαρής αδυναμίας. Ασχετα αν τελικά απηχεί την πραγματικότητα, που είναι πολύ πιο σύνθετη και απρόβλεπτη στο αμυντικό επίπεδο, ο συνειρμός δεν είναι καθόλου παράλογος, όταν τα πραγματικά δεδομένα της κρίσης είναι αυτά που είναι αλλά και όταν κάθε δέκα μέρες ένας Γερμανός ή άλλος ευρωπαίος κορυφαίος παράγοντας υπενθυμίζει στην Ελλάδα ότι έχει απολέσει την εθνική κυριαρχία της…
Ο τρίτος λόγος είναι ότι η κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή είναι σήμερα πιο ρευστή από ποτέ, ειδικά από την ώρα που εκ των πραγμάτων μετά τη Λιβύη φαίνεται να ανοίγει πλέον και θέμα Συρίας. Αυτό το σκηνικό της αστάθειας είναι περίπου ιδανικό για την έμπρακτη εκδήλωση της τουρκικής επιθετικότητας.
Ο τέταρτος λόγος είναι ότι μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στη σύγκρουση ισχύος στο εσωτερικό της Τουρκίας, η κυβέρνηση Ερντογάν θα εμπεδώσει πλέον πλήρως και οριστικά τη νίκη της επί των στρατιωτικών αν αφομοιώσει και χρησιμοποιήσει τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας στην πολιτική της: όχι μόνον θα έχει καταστρέψει το κεμαλικό κατεστημένο δεκαετιών, αλλά θα έχει αξιοποιήσει και την πολιτική του και κάτι τέτοιο θα αποδεκατίσει κάθε είδους αντίδραση που μπορεί να γεννηθεί στο μέλλον από τις δικαστικές διώξεις που βρίσκονται σε εξέλιξη εις βάρος πολλών ανώτατων και ανώτερων στελεχών των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, που θα βρουν πλέον ένα πρωταγωνιστικό ρόλο αλλά σε πλήρη πλέον αφομοίωση από την πολιτική ηγεσία, που θα έχει κάνει ό,τι η στρατιωτική μέχρι σήμερα δεν έκανε.
Ο πέμπτος λόγος είναι ότι η Αγκυρα φαίνεται να θεωρεί ότι η ισορροπία σκληρής ισχύος με την Ελλάδα είναι αυτή τη στιγμή βελτιωμένη για την τουρκική πλευρά σε σύγκριση με ό,τι ήταν λίγα χρόνια πριν. Οι Τούρκοι είναι απολύτως βέβαιο ότι έχουν επαρκή εικόνα των όποιων ελληνικών αμυντικών αδυναμιών που είναι άλλωστε γνωστές σε κάθε ενδιαφερόμενο σοβαρό αναλυτή σε διεθνές επίπεδο, όπως, αντίστοιχα, και η ελληνική πλευρά γνωρίζει πολύ καλά ποια είναι τα δυνατά και ποια τα αδύναμα σημεία της τουρκικής στρατιωτικής μηχανής.
Ο έκτος λόγος, και ίσως ο πιο καθοριστικός από όλους τους άλλους μαζί, είναι το πώς θα αξιολογήσει η Τουρκία την αποφασιστικότητα της ελληνικής και της κυπριακής κυβέρνησης να αντιδράσουν δυναμικά σε περίπτωση κλιμάκωσης: αν έχουν διαμορφώσει την πεποίθηση ότι αυτή η απόφαση δεν είναι απόλυτα δεδομένη, θα ενθαρρυνθούν αποφασιστικά στην έμπρακτη εκδήλωση της επιθετικότητάς τους.
Αν η Αθήνα και η Λευκωσία μπουν σε αυτή τη διαδικασία χωρίς να είναι απόλυτα έτοιμες να απαντήσουν στο ενδεχόμενο εκδήλωσης τουρκικών στρατιωτικών ενεργειών, η ημέρα των Υμίων θα επαναληφθεί υπό ασύγκριτα δυσμενέστερους όρους και με συνέπειες που μπορεί να είναι τραγικές για τις δύο χώρες.
Κρισιμότατες παράμετροι αυτής της διάστασης είναι δύο: η έγκαιρη και απόλυτα καθαρή πολιτική εντολή που θα πρέπει να δοθεί στις ένοπλες δυνάμεις να ενεργήσουν αν έρθει η στιγμή να πρέπει να ενεργήσουν και, εξίσου σημαντική, η διπλωματική και στρατιωτική προετοιμασία σε συμμαχικό επίπεδο: η Ελλάδα και η Κύπρος πρέπει να είναι εκ προοιμίου απόλυτα βέβαιες ότι θα έχουν ενεργά στο πλευρό τους κάποιες χώρες που μπορούν να τις έχουν στο πλευρό τους με διάφορους πρακτικούς τρόπους, όπως λ.χ. το Ισραήλ που άλλωστε συνεργάζεται πολύ στενά ενεργειακά με την Κύπρο και αμυντικά με την Ελλάδα και το θέμα το αφορά άμεσα και πολλαπλά και, τουλάχιστον διπλωματικά, τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, κάτι που μπορεί να συμβεί με την κατάλληλη προετοιμασία.
Αν όλα αυτά δεν υπάρχουν, η Ελλάδα και η Κύπρος δεν είναι έτοιμες και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να προχωρήσουν.
Και όσοι καλούν τις δύο χώρες να το πράξουν χωρίς να είναι βέβαιο ότι έχουν εκπληρωθεί αυτές οι προϋποθέσεις, είναι τουλάχιστον ανεύθυνοι και εθνικά τραγικά επικίνδυνοι.
Αν όμως οι προϋποθέσεις έχουν συντελεστεί, που πρέπει και γίνεται, εφόσον βεβαίως έχουμε την αναγκαία σοβαρότητα και τη γνήσια βούληση γι αυτό, τότε, Ελλάδα και Κύπρος, μπορούν.
Αλλά μόνο τότε.
Γεώργιος Π. Μαλούχος / BHMA
Τόσο το αντικείμενο όσο και η στιγμή στην οποία εκτοξεύονται αυτές οι απειλές, τις καθιστούν εντελώς διαφορετικής τάξεως από τις συνηθισμένες. Γι' αυτό και τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος πρέπει να τις λάβουν πάρα πολύ σοβαρά υπόψη τους και, αν προχωρήσουν, να είναι έτοιμες για όλα τα ενδεχόμενα.
Αυτό, σε καμία περίπτωση δε σημαίνει ότι η Αθήνα και η Λευκωσία πρέπει να κάνουν πίσω. Σημαίνει όμως ότι δεν πρέπει να κάνουν το βήμα μπροστά αν δεν έχουν προετοιμαστεί με αποφασιστικότητα για το ενδεχόμενο η Τουρκία να προκαλέσει όχι απλώς ένα επεισόδιο, αλλά μείζονα κρίση. Γιατί, αυτή τη στιγμή, έχει πολύ σημαντικούς λόγους να πιστεύει ότι μπορεί να το πράξει.
Ο πρώτος και κύριος λόγος είναι ότι θέλει πάση θυσία να αποτρέψει το ενδεχόμενο αξιοποίησης των όποιων ενεργειακών πόρων κρύβουν αυτές οι θαλάσσιες περιοχές από την Ελλάδα και την Κύπρο: για την Αγκυρα, κάτι τέτοιο αποτελεί πραγματικό κι όχι απλώς λεκτικό casus belli.
Το 1987, η Τουρκία ανάγκασε την Ελλάδα να αποποιηθεί και τις έρευνες και τα 12 μίλια: αυτή είναι η πραγματικότητα, όσο κι αν θέλουμε να την ωραιοποιούμε. Και μάλιστα, με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Παπανδρέου που η ρητορική του ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη του σημερινού πρωθυπουργού και υιού του, Γιώργου Παπανδρέου…
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η συγκυρία «σπρώχνει» την Τουρκία στα άκρα, καθώς, προφανώς αξιολογεί ότι η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε κατάσταση σοβαρής αδυναμίας. Ασχετα αν τελικά απηχεί την πραγματικότητα, που είναι πολύ πιο σύνθετη και απρόβλεπτη στο αμυντικό επίπεδο, ο συνειρμός δεν είναι καθόλου παράλογος, όταν τα πραγματικά δεδομένα της κρίσης είναι αυτά που είναι αλλά και όταν κάθε δέκα μέρες ένας Γερμανός ή άλλος ευρωπαίος κορυφαίος παράγοντας υπενθυμίζει στην Ελλάδα ότι έχει απολέσει την εθνική κυριαρχία της…
Ο τρίτος λόγος είναι ότι η κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή είναι σήμερα πιο ρευστή από ποτέ, ειδικά από την ώρα που εκ των πραγμάτων μετά τη Λιβύη φαίνεται να ανοίγει πλέον και θέμα Συρίας. Αυτό το σκηνικό της αστάθειας είναι περίπου ιδανικό για την έμπρακτη εκδήλωση της τουρκικής επιθετικότητας.
Ο τέταρτος λόγος είναι ότι μετά τις πρόσφατες εξελίξεις στη σύγκρουση ισχύος στο εσωτερικό της Τουρκίας, η κυβέρνηση Ερντογάν θα εμπεδώσει πλέον πλήρως και οριστικά τη νίκη της επί των στρατιωτικών αν αφομοιώσει και χρησιμοποιήσει τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας στην πολιτική της: όχι μόνον θα έχει καταστρέψει το κεμαλικό κατεστημένο δεκαετιών, αλλά θα έχει αξιοποιήσει και την πολιτική του και κάτι τέτοιο θα αποδεκατίσει κάθε είδους αντίδραση που μπορεί να γεννηθεί στο μέλλον από τις δικαστικές διώξεις που βρίσκονται σε εξέλιξη εις βάρος πολλών ανώτατων και ανώτερων στελεχών των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, που θα βρουν πλέον ένα πρωταγωνιστικό ρόλο αλλά σε πλήρη πλέον αφομοίωση από την πολιτική ηγεσία, που θα έχει κάνει ό,τι η στρατιωτική μέχρι σήμερα δεν έκανε.
Ο πέμπτος λόγος είναι ότι η Αγκυρα φαίνεται να θεωρεί ότι η ισορροπία σκληρής ισχύος με την Ελλάδα είναι αυτή τη στιγμή βελτιωμένη για την τουρκική πλευρά σε σύγκριση με ό,τι ήταν λίγα χρόνια πριν. Οι Τούρκοι είναι απολύτως βέβαιο ότι έχουν επαρκή εικόνα των όποιων ελληνικών αμυντικών αδυναμιών που είναι άλλωστε γνωστές σε κάθε ενδιαφερόμενο σοβαρό αναλυτή σε διεθνές επίπεδο, όπως, αντίστοιχα, και η ελληνική πλευρά γνωρίζει πολύ καλά ποια είναι τα δυνατά και ποια τα αδύναμα σημεία της τουρκικής στρατιωτικής μηχανής.
Ο έκτος λόγος, και ίσως ο πιο καθοριστικός από όλους τους άλλους μαζί, είναι το πώς θα αξιολογήσει η Τουρκία την αποφασιστικότητα της ελληνικής και της κυπριακής κυβέρνησης να αντιδράσουν δυναμικά σε περίπτωση κλιμάκωσης: αν έχουν διαμορφώσει την πεποίθηση ότι αυτή η απόφαση δεν είναι απόλυτα δεδομένη, θα ενθαρρυνθούν αποφασιστικά στην έμπρακτη εκδήλωση της επιθετικότητάς τους.
Αν η Αθήνα και η Λευκωσία μπουν σε αυτή τη διαδικασία χωρίς να είναι απόλυτα έτοιμες να απαντήσουν στο ενδεχόμενο εκδήλωσης τουρκικών στρατιωτικών ενεργειών, η ημέρα των Υμίων θα επαναληφθεί υπό ασύγκριτα δυσμενέστερους όρους και με συνέπειες που μπορεί να είναι τραγικές για τις δύο χώρες.
Κρισιμότατες παράμετροι αυτής της διάστασης είναι δύο: η έγκαιρη και απόλυτα καθαρή πολιτική εντολή που θα πρέπει να δοθεί στις ένοπλες δυνάμεις να ενεργήσουν αν έρθει η στιγμή να πρέπει να ενεργήσουν και, εξίσου σημαντική, η διπλωματική και στρατιωτική προετοιμασία σε συμμαχικό επίπεδο: η Ελλάδα και η Κύπρος πρέπει να είναι εκ προοιμίου απόλυτα βέβαιες ότι θα έχουν ενεργά στο πλευρό τους κάποιες χώρες που μπορούν να τις έχουν στο πλευρό τους με διάφορους πρακτικούς τρόπους, όπως λ.χ. το Ισραήλ που άλλωστε συνεργάζεται πολύ στενά ενεργειακά με την Κύπρο και αμυντικά με την Ελλάδα και το θέμα το αφορά άμεσα και πολλαπλά και, τουλάχιστον διπλωματικά, τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, κάτι που μπορεί να συμβεί με την κατάλληλη προετοιμασία.
Αν όλα αυτά δεν υπάρχουν, η Ελλάδα και η Κύπρος δεν είναι έτοιμες και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να προχωρήσουν.
Και όσοι καλούν τις δύο χώρες να το πράξουν χωρίς να είναι βέβαιο ότι έχουν εκπληρωθεί αυτές οι προϋποθέσεις, είναι τουλάχιστον ανεύθυνοι και εθνικά τραγικά επικίνδυνοι.
Αν όμως οι προϋποθέσεις έχουν συντελεστεί, που πρέπει και γίνεται, εφόσον βεβαίως έχουμε την αναγκαία σοβαρότητα και τη γνήσια βούληση γι αυτό, τότε, Ελλάδα και Κύπρος, μπορούν.
Αλλά μόνο τότε.
Γεώργιος Π. Μαλούχος / BHMA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου