Οι ΗΠΑ υποφέρουν από την ανεργία, η Ευρώπη βρίσκεται σε πρωτοφανή ύφεση, και η οικονομία της Ιαπωνίας παρουσιάζει μια μόνιμη στασιμότητα. Τέτοιου είδους καταστάσεις, θα οδηγούσαν φυσιολογικά τα κράτη στο να βελτιώσουν την εσωτερική τους οικονομική κατάσταση. Στη πραγματικότητα όμως, οι οικονομικοί πόροι στρέφονται όλοι προς πανάκριβα στρατιωτικά ζητήματα.
Στην Αμερική, οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν δέκα φορές περισσότερο σε σχέση με την κατανάλωση των νοικοκυριών, ενώ οι μη στρατιωτικές κρατικές δαπάνες έχουν μειωθεί σημαντικά. Πρόκειται για μια μακρόχρονη τάση. Από την αρχή του τρέχοντος αιώνα, το αμερικανικό ΑΕΠ (προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό) αυξήθηκε κατά 21%, οι μη στρατιωτικές δαπάνες κατά 11%, και η προσωπική κατανάλωση κατά 28%. Την ίδια ώρα, οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 52%.
Μια τέτοια κατάσταση μοιάζει παράλογη. Η Αμερική αποτελεί την ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη στο κόσμο. Η οικονομία της, αν και συναντά δυσκολίες, παραμένει από τις πιο ανταγωνιστικές. Αυτό δηλαδή που χρειάζεται η χώρα είναι να δοθούν πόροι στην έρευνα και ανάπτυξη, στη καινοτομία, στις υποδομές, κλπ αντί στις ένοπλες δυνάμεις, κάτι που αποσταθεροποιεί τον προϋπολογισμό και δημιουργεί ελλείμματα.
Αντί οι κρατικές επενδύσεις να ανέβουν, πέφτουν ως ποσοστό του ΑΕΠ, από την εποχή που εμφανίστηκε η κρίση, ενώ οι στρατιωτικές δαπάνες αυξάνονται. Παρομοίως, η βρετανική κυβέρνηση ξόδεψε περίπου $450 εκατομμύρια για την στρατιωτική της εμπλοκή στη Λιβύη, την ώρα που στο εσωτερικό επιβάλλει δραστικές περικοπές στα πάντα.
Αυτού του είδους η οικονομική πολιτική είναι καθαρά νέο-συντηρητική. Η συγκεκριμένη σχολή σκέψης, παρά τις μεγαλοστομίες της, στη πραγματικότητα δεν πιστεύει πως η Αμερική είναι ικανή να αναπτυχθεί μέσα σε ένα ειρηνικό ανταγωνιστικό οικονομικό περιβάλλον. Βασίζεται σε στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, βάσει των οποίων η αμερικανική οικονομία έχει πέσει από το 39% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 1960, στο 23% το 2010. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τους τζίρους των μεγάλων αμερικανικών επιχειρήσεων, που σύμφωνα με το Forbes Global 2000, έχουν πέσει από 39% σε 31%.
Αντί όμως να συμφωνήσουν στο να δοθούν πόροι με σκοπό την ενίσχυση της οικονομίας, οι νεο-συντηρητικοί ισχυρίζονται πως αφού η χώρα χάνει στον οικονομικό τομέα, θα πρέπει να στραφεί στον στρατιωτικό, όπου παραμένει η ισχυρότερη. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, η Κίνα αποτελεί τον βασικό εχθρό, τόσο σε οικονομικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο.
Αυτού του είδους οι ιδεολόγοι όμως αντιμετωπίζουν πλέον τόσο εσωτερικούς όσο και εξωτερικούς αντιπάλους. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως η πλειοψηφία των Αμερικανών θεωρούν τον πόλεμο του Ιράκ λάθος, και θέλουν την αποχώρηση της Αμερικής από το Αφγανιστάν. Το κίνημα Occupy Wall Street ζητάει να δοθούν χρήματα για την δημιουργία θέσεων απασχόλησης, όχι για στρατιωτικούς σκοπούς. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, το κίνημα αποτελεί πλέον στόχο όσων εχθρεύονται την Κίνα, όπως είναι για παράδειγμα το κίνημα Tea Party, και ο όμιλος Fox News.
Μια ανάλογη λογική επικρατεί και στην Ευρώπη. Μέρος των εκεί ΜΜΕ έχουν την τάση να ρίχνουν το φταίξιμο για την κρίση στους «τεμπέληδες». Η κρίση όμως πλήττει χειρότερα την Νότια Ευρώπη, που έχει περισσότερες εργάσιμες μέρες, και χαμηλότερες κοινωνικές προστασίες για τους πολίτες της, από ότι οι βόρειες χώρες, και πιο ειδικά η Γερμανία.
Υπάρχει μεγάλη σύγχυση στην Αμερική και στην Ευρώπη αναφορικά με την Κίνα. Όλοι ξέρουν πως αυτή η χώρα αναπτύσσεται οικονομικά, και σιγά σιγά μετατρέπεται σε έναν ισχυρό παγκόσμιο παράγοντα. Κανένας όμως δεν ξέρει τι ακριβώς θέλει η Κίνα.
Παρά την σύγχυση που επικρατεί, η κρίση που γονατίζει την Δύση επηρεάζει και την Κίνα. Οι πολιτικές των νεο-συντηρητικών αντιμετωπίζουν την Κίνα μέσω στρατιωτικής επέκτασης και ανάπτυξης.
Αν όμως πετύχουν τον σκοπό τους τα διάφορα κινήματα που θέλουν τις κρατικές δαπάνες να πηγαίνουν στην απασχόληση και στην ανάπτυξη αντί σε εξοπλισμούς, τότε μόνο θα ωφεληθούν όλοι.
Global Research
http://globalresearch.ca
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου